Η ζωή των κατοίκων των οικισμών του Ιμάμ Τσαούς, Πέτρας, Καντζά, Στρογγυλής και Ρουμπά από τον 18ο ως τον 20ο αιώνα

Του Φωτη Βρακα

Με ρώτησαν κάποτε κάτι φίλοι, τι το ιδιαίτερο έχουν αυτοί οι οικισμοί και ασχολούμαι μαζί τους...


Ασήμαντα χωριά μου είπαν όπως και πολλά άλλα στην Ελλάδα και είναι γνωστό μου είπαν ότι στην Ελλάδα σε κάθε χωριό, όποια πέτρα και αν σηκώσεις θα βρεις κάτι που να σε οδηγεί στην αρχαιότητα και σε κάποια ιστορία. Αυτό που δεν μπορούσαν να καταλάβουν οι φίλοι μου ήταν ότι πίσω από τέτοιες μελέτες κρύβεται η περιέργεια και η αγάπη για τον τόπο. Κάποτε στο Μαρόκο σε ένα χωριό στην άκρη της Σαχάρας ένας ντόπιος εκεί μου είπε ότι δεν θα άλλαζε με τίποτα αυτόν τον τόπο. Εννοούσε την έρημο η οποία για μένα αποτελούσε ένα γεωφυσικό φαινόμενο αλλά δεν είχα (σε σχέση με τον Μαροκάνο ,του οποίου οι πρόγονοι διέσχιζαν με καραβάνια όπως μας είπε την έρημο), κάτι τι που να με συνδέει συναισθηματικά μαζί της. Δεν μπορώ να πώ ότι οι συγκεκριμένοι οικισμοί έχουν κάτι το ιδιαίτερο αλλά είμαι της γνώμης ότι κάποια στιγμή πρέπει να γίνει μια μελέτη ή έστω μια αναφορά στην τοπική κοινωνία και ας είναι μόνο για κληροδότημα στις επόμενες γενιές.

Κατά τα άλλα διαβάζοντας διάφορους ιστορικούς και μελετητές θα δούμε ότι αυτόι οι οικισμοί αποτελούν μια γεωγραφική ενότητα και απο την εποχή της ίδρυσης  της καστρόπολης των Ρωγών και μετα το τέλος της. 

H ιστορική εικόνα που έχει διαμορφωθεί στις νεώτερες γενεές όσον αφορά τον τόπο και τους κατοίκους των συγκεκριμένων οικισμών του Ιμάμ Τσαούς, Πέτρας, Καντζά, Στρογγυλής και Ρουμπά προέρχεται από διηγήσεις των ηλικιωμένων, οι οποίες διηγήσεις με τον χρόνο πήραν κάποια ρομαντική μορφή. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για μια κοινωνία αγροτική που σε κάποια σημεία διαφέρει από πολλές άλλες αγροτικές κοινωνίες στον ελλαδικό χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Πρέπει να πούμε, ότι δεν είναι η πρώτη φορά που συναντάμε μια τέτοια εικόνα. Η θέση των οικισμών αυτών κοντά στη θάλασσα και το εμπορικό κράμα Οθωμανών υπηκόων , Βενετών και Βενετών υπηκόων των Επτανήσων καθώς και Γάλλων  έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην διαμόρφωση του αγροτικού χαρακτήρα της περιοχής αυτής.

Καλλιέργεια, Υλοτομία, αλιεία και κτηνοτροφία σημάδεψαν για αιώνες την περιοχή. Ληστεία, επιδημίες και πόλεμοι βασάνιζαν τους κατοίκους. Οθωμανοί, Έλληνες και εξωμότες γαιοκτήμονες (τσιφλικάδες και σπαχήδες) και μια διαφθαρμένη οθωμανική εξουσία έφερναν τους αγρότες στο χείλος της εξαθλίωσης.  Ευχή και κατάρα για τους οικισμούς αυτούς στάθηκε ο βάλτος. Απο τη μια μέν παρείχε τροφή απο την άλλη δε επηδημίες και θάνατο.

Για να καταλάβουμε πώς ήταν η ζωή των χωρικών / αγροτών την εποχή εκείνη, θα κάνω μια αναφορά στον Δρ. της οικονομικής ιστορίας τον κύριο Γεώργιο Προγουλάκη ο οποίος  γράφει για τους αγρότες και χωρικούς στον ελλαδικό χώρο:

«το προσδόκιμο ζωής δεν ξεπερνούσε τα 30-35 χρόνια, και οι άνθρωποι αυτόν τον χρονικό ορίζοντα είχαν όταν προσπαθούσαν να σκεφτούν το μέλλον τους και να πάρουν αποφάσεις, προφανώς και οικονομικές. Αν ένας εικοσάρης αποφάσιζε να φυτέψει ελιές, για παράδειγμα, ήταν αμφίβολο αν ο ίδιος θα βρισκόταν στη ζωή όταν, έπειτα από 10-12 χρόνια, τα δέντρα θα άρχιζαν να δίνουν καρπό»


Για να καταλάβουμε την ζωή των χωρικών στις συγκεκριμένες εποχές πρέπει να δούμε τις ακριβώς ήταν οι οικισμοί αυτοί απο τον 18ο ως τον 20ο αιώνα.

Ιμάμ Τσαούς (Μάμ Τσαούς / Μαμτσαούσι ή Μαμτζαούσι) => Τσιφλίκι μέχρι το 1830. Μέχρι το 1870 κατατάσεται στην Κατηγορία τσιφλίκι Μουαντζέλι, και μετά την αγροτική επανάσταση  το 1882 δηλ. Ο πόλεμος του 1897 το βρίσκει ελευθερο χωριό και η απελευθέρωση το 1912 βρίσκει τους χωρικούς σχεδόν καλά αποκαταστημένους.

Ρουμπάς => Τσιφλίκι και αργότερα ως την απελευθέρωση Μετόχι της μονής προφήτου Ηλία.






Κάστρο Ρωγών => Απο τον 18ο αιώνα καταυλισμός Σαρακατσάνων και Βλάχων και μετά Μετόχι της μονής Προφήτου Ηλία.

Πέτρα => Τσιφλίκι μέχρι τον πόλεμο του 1897 και ίσως ως την απελευθέρωση του 1912.

Στρογγυλή => Τσιφλίκι  με υποχρέωση την φύλαξη των διβαριών.

Καντζάς ή Κάντζας => Τσιφλίκι και κατόπιν κατηγορία τσιφλίκι μουαντζέλι μέχρι τον πόλεμο του 1897 και ίσως ως την απελευθέρωση του 1912.




Η τοποθεσία Παλιούρι σημ. Ηλιοβούνια σε αντίθεση με τον Ρουμπά, που κατοικούνταν όλες τις εποχές, ή διαμονή των κατοίκων ήταν εποχιακή απο βλαχοποιμένες και γνωρίζουμε ότιο απο την ίδρυση της μονής του προφήτη Ηλία ήταν και αυτό Μετόχι.



H κατάσταση των χωρικών αυτή την περίοδο

 Στις αρχές του 18ου αιώνα ο γάλλος πρόξενος της Άρτας G. Dubroca θεωρεί ότι οι Έλληνες και γενικά οι αγρότες της περιοχής της Άρτας  έχουν εξοικειωθεί με την σκλαβιά τους και δεν μπορούν να φανταστούν μια ελεύθερη ζωή. Οι συνεχείς απειλές ληστών και τουρκαλβανών ήταν μια μάστιγα για τους αγρότες των παραπάνω οικισμών. Μεγάλη καταστροφή έπαθαν οι οικισμοί, όταν στα 1770 τουρκαλβανοί τσάμηδες λεηλάτησαν την περιοχή και αν δεν κάνω λάθος ακόμη και την Άρτα πηγαίνοντας προς την Πελοπόννησο προκειμένου να καταπνίξουν την επανάσταση. Πριν καν αρχίσουν τα Ορλοφικά οι ρώσοι είχαν εξοπλίσει αρκετούς χωρικούς στα χωριά του κάμπου και θέλω να πιστεύω, πώς μεταξύ αυτών πρέπει να βρίσκονταν και κάτοικοι των παραπάνω οικισμών, τους οποίους η απελπισία ανάγκασε να στρέψουν τα μάτια τους προς εξέγερση. Αυτό το επιβεβαιώνει και η αλληλογραφία  του γαλλικό προξενείου τους οποίους θεώρησε ταραξίες. Οι γάλλοι είχαν κάθε συμφέρων να μην υπάρχει εξέγερση στα χωριά γιατί αυτό θα είχε επιπτώσεις στο εμπόριο.

Μετά την επανάσταση των Μπούα και Δράκου και την φυγή των κατοίκων στα ορεινά καθώς και με την αλλαγή στο τιμαριωτικό σύστημα που έγινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία από τις αρχές του 18ου  αιώνα αρχίζει μόνιμη εγκατάσταση αγροτών “κολίγων” στους αντίστοιχους οικισμούς. Γνωρίζουμε ότι το Ιμάμ Τσαούς και ο Καντζάς είχαν Κεχαγιάμπεη (γαλλικά αρχεία Παρισιού).Τα μόνα στοιχεία που έχουμε για τους αγρότες αυτής της περιοχής στην συγκεκριμένη περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορία μέχρι το 1/3 του 19ου αιώνα είναι αυτά που έχουν διασωθεί στα οθωμανικά τεφτέρια (σημ/ αρχεία Κων/πολης και Άγκυρας) και ότι έχει καταγράψει η εκκλησία. Λοιπά στοιχεία προέρχονται απο την προφορική παράδοση που στο πέρασμα του χρόνου έχουν αλλοιωθεί. Για τους μόνιμους κατοίκους των παραπάνω οικισμών μπορούμε να πούμε, πράγμα που γνωρίζουμε και από την προφορική παράδοση, ότι σε σύγκριση με άλλους οικισμούς που ήταν αποκλειστικά εξαρτημένοι από πραματευτάδες και δεν γνώριζαν τίποτα παραπέρα από το χωριό τους, οι αγρότες των παραπάνω οικισμών είχαν μία επαφή μεταξύ των μιας και καλλιεργούσαν όλοι χωράφια στην ίδια περιοχή, ίσως κατα περιόδους και του ίδιου αφέντη όπως σε αυτή του Αλή πασά και της φάρας του,, βγαίνανε για κυνήγι και ψάρεμα  στα ίδια σημεία, πράγμα που το ζήσαμε και το ζούμε ως τις μέρες μας, και σε τελική ανάλυση είχαν μια έμμεση επαφή με τον έξω κόσμο με το εμπόριο που γίνονταν με τα καΐκια στον Λούρο. Έφταναν μέχρι το Ιμάμ Τσαούς, τον Ρουμπά αλλά σαν μεγάλο κέντρο εξελίχτηκε τοο σημεο που σήμερα εμείς ονομάζουμε Γέφυρα Πέτρας.   Εδώ αντάμωναν, Πετριώτες, Μαμτσαουσιώτες, Καντζιώτες με        επτανήσιους. Ιδίως Λευκαδίτες και Κεφαλλονίτες. Καμιά φορά έρχονταν και από τη Λάκκα χωριάτες για ψώνια. Η Άρτα και η Πρέβεζα ήταν γι’ αυτούς πολύ μακριά και εγκυμονούσαν κίνδυνοι. Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτούς τους οικισμούς αναπτύχθηκε έντονα η έμμεση συγγένεια η κουμπαριά. Οι ίδιοι δεν άφησαν σχεδόν κανένα γραπτό μνημείο πίσω τους. Πώς άλλωστε αφού το μεγαλύτερο μέρος ήταν αγράμματοι. Λίγα γράμματα γνώριζαν οι παπάδες και οι κεχαγιάδες. Αρκετές πληροφορίες για την περιοχή μας τις έχουμε από ξένους περιηγητές και λιγότερο από ντόπιους.

Αν καμιά φορά κάποιος κατάφερνε να φτάσει μέχρι την Αρτα, δεν συζητώ καν για Πρέβεζα, τότε αυτός θεωρούνταν „κοσμογυρισμένος”. Εδώ θα αναφερθώ σε ένα παράδειγμα που μου διηγήθηκε ο Γιώργης Πάντης στην Γερμανία, ο οποίος κατάγεται από την περιοχή του Αχέροντα. «Οι πιο ηλικιωμένοι στο χωριό τους συζητούσαν για κάποιον μπάρμπα από το χωριό τους και έλεγαν, πώς ο μπάρμπας  είχε  γυρίσει τόσο κόσμο, μέχρι και στο Μαμτσαούση είχε πάει.»

Οι μόνιμοι κάτοικοι αυτών των οικισμών - τσιφλικιών ιδιαίτερα των Ιμάμ  Τσαούς,  Πέτρας  και  Καντζά έρχονταν  κατά περιόδους σε επαφή και με ορεινούς  από την Άρτα ή την Λάκκα  ακόμη όπως μαθαίνουμε από διάφορους ξένους περιηγητές και επτανήσιους που έρχονταν για αγροτικές εργασίες την περίοδο της σποράς και της συγκομιδής καθότι ο ντόπιος πληθυσμός δεν επαρκούσε. Αυτό σημαίνει ότι με όλους αυτούς που πηγαινόρχονταν έρχονταν και νέα καθώς και νέες ιδέες. Πέρα από αυτό ας δούμε τι πρόσφερε η περιοχή που παρόλο το ανθυγιεινό κλίμα ήταν προσιτή σε ξένους.

Ο κάμπος της περιοχής πέρα από τα έλη του ήταν εύπορος. Σιτάρι, Καλαμπόκι, διάφορα άλλα δημητριακά και ο ελώδες τόπος προσφέρονταν για την καλλιέργεια  για ρύζι. Σίγουρα η ζωή ήταν δύσκολη και όπως έγραψε κάποιος:

«Οι ανέμελοι και ευτυχισμένοι χωρικοί των ελλήνων και ξένων ρομαντικών συγγραφέων του 19ου αιώνα υπήρχαν μόνο στην φαντασία των συγγραφέων αυτών και στις σελίδες τους.»

  

Πέρα όμως από αυτά εδώ δεν υπήρχε κίνδυνος να πεινάσει κανείς. Ο βάλτος πρόσφερε άφθονο κυνήγι , αγριογούρουνα, αγριοπούλια και άφθονα ψάρια. Τα βουβάλια ξεκινώντας από τον Καντζά, Πέτρα μέχρι και τη Βίγλα και λιγότερο στο Ιμάμ Τσαούς με το γάλα τους προστάτευαν τον κόσμο από διάφορες ασθένειες.  Αυτό που σίγουρα δεν υπήρχε σε αφθονία ήταν το ψωμί το καθάριο δηλ. το σταρένιο.

Ποιος ήταν ο κόσμος των  επάνω χωριών ;

Ένας κόσμος, του οποίου η ζωή αρχίζει με την πρώτη ηλιαχτίδα και τελειώνει με τη δύση του ηλίου πολλές φορές μέχρι και τα μεσάνυχτα είναι φυσικό να είναι θεοσεβούμενος αλλά και δεισιδαίμονας.  Το σπίτι του, το καλύβι του έδινε άσυλο από τα ανεξήγητα  γι΄ αυτόν στοιχεία της φύσης.  Πνεύματα του σκότους τριγύριζαν παντού αλλά και θαύματα αγίων. Ότι καλό γίνονταν οφείλονταν σε θεϊκό θαύμα η του αγίου Σπυρίδωνα, της Αγίας Βαρβάρας κτλ. Ένα ανεξήγητο γι’  αυτόν  κακό εκεί ήταν τα κακά πνεύματα.  Αρκετοί απ’  αυτούς είχαν δεί κάποια παγανά. Πέρα όμως από αυτά αισθάνονταν και κάποια ασφάλεια μέσα στους τοίχους τους. Λύκοι και ληστές μπορεί να ήταν συχνοί επισκέπτες. Κατά το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα η περιοχή ολόκληρη είχε γίνει στόχος τουρκαλβανών τσάμηδων έτσι που ο Αχμέτ Κούρτ πασάς, βοεβόδας της Άρτας, αναγκάστηκε να  γκρεμίσει τα γιοφύρια της περιοχής που συνέδεεαν τις δύο όχθες του Λούρου. Αλεπούδες, Λύκοι και  τσακάλια ήταν τακτικοί ανεπιθύμητοι επισκέπτες που πλησίαζαν τα κονάκια τους. Τα παράθυρα ήταν μικρά, καμιά φορά σιδηρόφρακτα ή με ξύλινα πατζούρια. Οι πόρτες ασφάλιζαν με μια αμπάρα. Μικρά λυχνάρια ή κεριά έδιναν το λίγο φώς που χρειάζονταν για τα αναγκαία. Για εξωτερικές εργασίες ήταν αναγκαίες οι δάδες.  Τον χειμώνα επειδή ο καιρός δεν επέτρεπε και πολλά έμεινε λίγο χρόνος να μαζευτούνε όλοι γύρω από τη φωτιά και να πούνε κάποιες ιστορίες. Ιστορίες από διάφορα γεγονότα. Τα καλοκαίρια έμειναν πολλές φορές τα βράδια στις αυλές καίγοντας κοπριά για να μην ενοχλούνται από τα έντομα διηγώντας ιστορίες από τη δουλειά ή από το τι άκουσαν. Εδώ συνέβαλαν πάντα και οι εποχιακοί εργάτες, οι οποίοι με νέες ιστορίες από τα μέρη τους εμπλούτιζαν τις φαντασίες των μόνιμων κατοίκων.  Σκυλιά, γάτες, κότες και γουρούνια, μια προβατίνα, κατσίκα ή γελάδα  ήταν τα συχνά κατοικίδια.

                                                                                  

Τα σπίτια.  
                                                   


 Πέρα από τις Καλύβες ή καλυβόσπιτα η μορφολογία τους εδάφους επέτρεψε ένα δικό της είδος αρχιτεκτονικής, Από τις αρχές του 19ου αιώνα οι μόνιμοι κάτοικοι της Πέτρας και του Ιμάμ Τσαούς άρχισαν σε σύγκριση με την Στρογγυλή και τον Ρουμπά να χτίζουν πλίνθινες σπίτια. Στην αρχή μερικά τα οποία πλήθαιναν στο πέρασμα του χρόνου. Η Στρογγυλή και ο Ρουμπάς αν και αριθμητικά πολύ μικρότεροι οικισμοί παρέμειναν με τις καλύβες. Ίσως ήταν και κάποιοι πρακτικοί λόγοι που το επέβαλαν αυτό. Οι Στρογγυλιώτες αν υποθέσουμε ότι ήταν φυγάδες Σουλιώτες , όπως μου έλεγε κάποτε ο Θωμάς Μπότσαρης, τότε σίγουρα δεν σκόπευαν να μείνουν για πάντα εκεί, έτσι ώστε να δημιουργήσουν κάποιες κατοικίες, γιατί γνωρίζουμε, ότι οι Σουλιώτες που είχαν εγκατασταθεί στον κάμπο της Άρτας έφυγαν για το Βραχώρι (Αγρίνιο). Το ίδιο έκαναν και οι κάτοικοι της Σαλαώρας, τους  οποίους είχε εγκαταστήσει με τη βία εκει ο Αλή πασα΄ς. Μετά το τέλος του Αλή ξανάφυγαν για την Χειμάρα αν δεν κάνω λάθος. Αν όπως πάλι γράφεται, ότι τα διβάρια στο τσουκαλιό φυλάγονταν από άντρες ασφαλείας και αυτοί ήταν Σουλιώτες, πάλι δεν μπορούσαν να έχουν μόνιμες κατοικίες εκτός από καλύβια, γιατί το επάγγελμα τους ήθελε πότε εδώ, πότε παραπέρα. Στον Καντζά όμως η γεωγραφική θέση και το γεωφυσικό περιβάλλον επέτρεψαν ,πέρα από τα καλυβόσπιτα τα πλίνθινα, αργότερα να αναπτυχθεί το πετρόκτιστο οίκημα. Στο Ιμάμ Τσαούς γίνεται πρώτη φορά μνεία για πετρόκτιστο κτίριο στα οθωμανικά αρχεία Κων/πολης  στο 2ο ήμισυ του 18ου αιώνα για την κατασκευή ενός Ταχίλ αμπάρ (αποθήκη σιτηρών) ενώ στα γαλλικά αρχεία αναφέρεται σαν οικία που ανήκει στον Αλή πασά και προφανώς πέρα από τον Κεχαγιάμπεη θα στέγαζε και την φρουρά, την οποία αναφέρει ο Χιούζ.

Για το χωριό του Καντζά κάνει μια καλή περιγραφή ο άγγλος Μ.Λήκ.  Με εξαίρεση τον Καντζά όπου η γεωγραφική του θέση του επέτρεπε να έχει κάποια πετρόκτιστα  κτίρια ,συνήθως κοτσέκια ή δοιηκητικά κτίρια, τα υπόλοιπα κτίρια της περιοχής ήταν οι καλύβες ή πλίνθινα οικήματα τα οποία σχεδόν πάντα περιβάλλονταν από ένα φράγμα με καλαμωτή. Οι μόνιμοι κάτοικοι  όπως είναι φυσικό με τον καιρό έχτιζαν πλίνθινα ενώ οι εποχιακοί εργάτες βολεύονταν με αχυροκάλυβα. Τέτοια αχυροκάλυβα ήταν και αυτά του Ρουμπά, που σήμερα δεν γνωρίζουμε αν  οι κάτοικοι του ήταν μόνιμοι  ή εποχιακοί. Λέγεται ότι τα σπίτια του Ιμάμ Τσαούς ήταν επί τω πλείστον κυρτά καλυβόσπιτα.

Τα «σπίτια» αυτά των κατοίκων της περιοχής πολλές φορές ήταν καταυλισμός για τετράποδα και δίποδα. Δηλ. αν και μικρά ήταν ένα σύμπλεγμα οικίας, αχυρώνα, στάβλου και αποθήκης,  όπου αποθηκεύονταν τρόφιμα κάθε είδους για τους δίποδους, τετράποδους και φτερωτούς ενοίκους. Η οικογένεια των χωρικών ζούσε όχι σε απόσταση από τα ζώα της, αλλά μαζί τους: Τα μέλη της φρόντιζαν τα ζώα, ήταν εξοικειωμένα με τις συνήθειες και τις οσμές τους. Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι σε αυτές τις οικίες στεγάζονταν καμιά φορά ως και 10 άτομα (νομάτοι). Εδώ πρέπει να σημειώσουμε τον αγώνα που έδιναν οι γυναίκες για να διατηρούν  κάπως αυτά τα οικήματα και να τα προστατεύουν από φίδια ή άλλα βλαβερά έντομα και ζώα. Οι σκεπές αυτών των κτιρίων ήταν συνήθως από καλαμωτή και  άχυρο.


Η εξοικείωση με τον θάνατο.

Τα έλη της περιοχής που εν μέρει διασφάλιζαν όπως  είδαμε  τα αναγκαία για τη ζωή καθιστούσαν όμως το κλίμα  ανθυγιεινό. Η Ελονοσία, η ευλογιά και η πανώλη ήταν ταχτικά φαινόμενα που στο διάβα τους εξολόθρευαν πρώτα τα βρέφη τους και κατόπιν τα φιλάσθενα και υπερήλικα μέλη της οικογενείας. Γιατροί υπήρχαν μόνο στην Αρτα και στην Πρέβεζα. Ταξίδι μεγάλο. Αλλά και να ήθελαν να φωνάξουν τον γιατρό θα έπρεπε να το σκεφτούνε, γιατί ο γιατρός θα ζητούσε χρήματα, τα οποία έλειπαν.  Παραπέρα δε, διάβαζα κάποτε, ότι οι υπηρεσίες των γιατρών δεν ήταν και τόσο ευπρόσδεκτες: ήταν συνδεδεμένες με τον θάνατο, ίσως επειδή ο γιατρός, στις σπάνιες περιπτώσεις που ζητούσαν τις υπηρεσίες του, έφτανε συνήθως με τον ιερέα. Το μαύρο χρώμα του πένθους ήταν το κυρίαρχο χρώμα στην οικογένεια του χωρικού, ιδίως στις γυναίκες και στους υπερήλικες.

Η παραγωγή.

Μετά την επανάσταση των Μπούα και Δράκου και την φυγή των κατοίκων στα ορεινά καθώς και με την αλλαγή στο τιμαριωτικό σύστημα που έγινε στην Οθωμανική αυτοκρατορία από τις αρχές του 18ο  αιώνα αρχίζει μόνιμη εγκατάσταση αγροτών “κολίγων” στους αντίστοιχους οικισμούς. Πριν δούμε μερικές ασχολίες αναλυτικά ας δούμε πρώτα πώς ήταν η κατάσταση της τότε γεωργίας και παραγωγής.

Στα 1912 οι γάλλοι Rolley και ο De Visme  μας πληροφορούν ότι μέχρι το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην Ηπειρο το 93% της καλλιεργήσιμης γης παρέμειναν τα σιτηρά. Καλαμπόκι, σιτάρι, Κριθάρι. Ενώ τον 17ο και τον 18ο  αιώνα έχουμε απο τα χωριά αυτά μεγάλη παραγωγή σε σιτάρι τον 19ο  αιώνα αντικαθήστούν το σιτάρι με το καλαμπόκι μιας και το υγρό κλίμα της περιοχής βοηθά την καλλιέργεια του. Στο καλαμπόκι κάνει αναφορά και ο άγγλος Μ. Ου. Λήκ περνώντας τον Ρουμπά. Πέρα απο την κλασσική καλλιέργεια όπως προκύπτει απο τα αρχεία της οθωμανικής αυτοκρατορίας σύμφωνα με την Μελέκ Ντελίλμπασι υπήρχαν και μποστάνια καθώς και καλλιέργεια ελιάς εδώ το πρωτείο πρέπει να το είχαν η στρογγυλή και ο Καντζάς καθώς και αμπελώνες. Για το καλό κρασί του Καντζά κάνει λόγο και ο Λήκ. Αν κοιτάξει κανείς τον πίνακα εισοδημάτων του Αλή πασά θα δούμε ότι απο την συγκεκριμένη περιοχή έχει έσοδα απο φουντουκιές και απο τον Καντζά έχει έσοδα απο βελανίδι. Για τις φουντουκιές του Ιμάμ Τσαούς κάνει λόγο και ο Πουκεβίλ που σύμφωνα με την περιγραφή του τα φουντουκόδασα όπως τα περιγράφει άρχιζαν απο την πλευρά όπως ερχόμαστε απο τους Χαλκιάδες και εξαπλώνονταν πρός το χωριό. Για το βελανίδι της περιοχής κάνουν λόγο τα αρχεία της Βενετίας και του γαλλικού προξενείου.




ΜΕΡΟΣ Β'






Διάφορες ασχολίες
Η Ξυλεία / Υλοτομία

Επίσης μεγάλο εμπόριο κατά τον 18ο αιώνα έκανε όλη η περιοχή με την ξυλεία. Για τα πυκνά δάση της περιοχής κάνουν αναφορά σχεδόν όλοι οι περιηγητές καθώς και τα αρχεία της Βενετίας και του γαλλικού προξενείου.


Από τα αρχεία της Βενετίας και στην αναφορά που κάνει ο Λευτέρης Βέτσιος σε αυτά για την οικονομική και διπλωματική παρουσία των Βενετών στην Άρτα μαθαίνουμε ότι οι Βενετσιάνοι θέλανε να αγοράσουν την περιοχή αυτή μόνο και μόνο για την ξυλεία. Εδώ μπορούμε να συμπεράνουμε πώς ένα μέρος των τότε κατοίκων της περιοχής ασχολούνταν μέχρι και το τέλος του 18ου αιώνα και αργότερα με την υλοτομία. Τα πυκνά δάση της περιοχής τα αναφέρει και ο Χιούζ.

Η Κτηνοτροφία

Με εξαίρεση τον Καντζά που σχεδόν είχε πάντα μόνιμους κάτοικους και αναπτυγμένη κτηνοτροφία σε αιγοπρόβατα μιας και η τοποθεσία του ευνοούσε κάτι τέτοιο οι μόνιμοι κάτοικοι στα τσιφλίκια του Ιμάμ τσαούς, Πέτρας και Στρογγυλής πέρα από μερικά ζώα που είχαν στα σπίτια τους ασχολούνταν και με την κτηνοτροφία.
Στους συγκεκριμένους οικισμούς εκτρέφονταν οι νεροβούβαλοι, πράγμα που όπως δηλώνουν οι ιστορικοί στην περιοχή των Ρωγών έχει μια παράδοση απο την αρχαιότητα ακόμη. Μετά έρχονταν τα αιγοπρόβατα. Άλλη μια οικολογική εκτροφή, πρωτοπόρα για τον καιρό εκείνο, ήταν η εκτροφή των χοίρων, στην οποία πρωτοστάτησαν οι “κολίγοι”΄αγρότες του οικισμου της Βίγλας, όπως μας αναφέρει ο Προσωεβραίος πράκτορας Μπερτόλτνυ. Οι χοίροι αφήνονταν ελεύθεροι στο βάλτο και μεγάλωναν σαν αγριόχοιροι. Για να πιάσουν μετά αυτούς τους χοίρους (γρούνια κατά το τοπικό ιδίωμα) έπρεπε να τους σκοτώσουν με βόλια. Από κάποιους ηλικιωμένους στον Άγιο Σπυρίδωνα (Ιμάμ Τσαούς) στην δεκαετία του 1990 είχα ακούσει, ότι τους πρόλαβαν αυτούς τους χοίρους μέχρι πρίν τον πόλεμο. Το ίδιο μου διηγήθηκε κάποιος Δημουλιάς απο την Στρογγυλή.

 Απο την εκτροφή των βουβαλιών υπάρχει σύμφωνα με τα γαλλικά αρχεία εμπόριο δερμάτων στην ευρύτερη περιοχή. Πρέπει να λάβουμε υπόψιν ότι στους συγκεκριμένους αιώνες τα βουβάλια αυτά δεν ανήκαν στους κατά οικισμούς αγρότες αλλά στους

ιδιοκτήτες τσιφλικάδες. Απο τα αρχεία του γαλλικού προξενείου της Άρτας έχουμε την πληροφορία ότι στα 1800 έγιναν στην Άρτα (θέλω να πιστεύω ότι πρόκειται για εξαγωγές απο τις Σκάλες/λιμάνα Σαλαώρας και Κόπραινας) εμπόριο 4000 δερμάτων βουβαλιών απο τον Κάμπο της Αρτας με τιμή 20 πιάστρα το καθένα. Βέβαια η ποσότητα αυτή ειναι γενική και δεν γνωρίζουμε από πού προέρχονται όλα αυτά τα δέρματα. Σίγουρα ένα μέρος θα ήταν και από την παραπάνω περιοχή. Το τι ακριβώς γίνονταν με το κρέας των βουβαλιών τα λεγόμενα σφαχτά δεν έχω πληροφορίες ή μάλλον δεν ασχολήθηκα ιδιαίτερα. Σίγουρα κάποιο μέρος θα γίνονταν παστό και θα πήγαινε για εξαγωγή και κάποιο άλλο μέρος θα πουλιώνταν στην ενδοχώρα καθώς και ένα μέρος θα εξυπηρετούσε τις ανάγκες των στρατευμάτων.
  Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι και απο την Πλευρά του Καντζά πρός τον Λούρο πέρα απο τα αιγοπρόβατα υπήρχε και εκει εκτροφή βουβαλιών. 

Γεωργικές ασχολίες

Πρίν αναφερθώ στις γεωργικές καλλιέργειες καλό θα ήταν να γνωρίζουμε το καθεστώς της γής αυτής της συγκεκριμένης περιόδου μέχρι το τέλος του Αλή πασά. Ανατολικά του Λούρου τα γης κατατάσσονταν στην κατηγορία “ χ ά σ ι “ (has) ενω δυτικά του Λούρου πρός την Λάμαρη κατατάσσονταν στην κατηγορία “ ζ ι α μ έ τ ι α “ (ziamet). Για τους αγρότες / κολίγους δεν είχε διαφορά απλώς το καθεστώς ήταν περισσότερο νομικό. Δηλ. Η πρώτη κατηγορία μπορούσε να ανήκει στην σουλτανική οικογένεια, όπως πραγματικά άνηκε στην βαλιδέ χανέμ (σουλτανομήτωρ), και να νοικιάζονταν σε πἀρα πολύ υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Η δεύτερη κατηγορία άνηκε σε τιμαριούχους και μετα Μπέηδες μέχρι που ο Αλή πασάς τα πήρε όλα. Μετά το 1822 άλλαξε το σύστημα. Η γής δόθηκε και πάλι σε διάφορους μπέηδες ή πέρασε στην κατηγορία των Μουατζελίων.

Η συγκεκριμένη περιοχή είχε να προσφέρει πολλά στην γεωργική (αγροτική) οικονομία. Σιτάρι, καλαμπόκι, Κριθάρι, βρώμη, Καλαμπόκη, ρύζι, ελιές, κτηνοτροφία, αλιεία κτλ.

Γι΄ αυτά που σήμερα αρκούν μόνο λίγες ώρες να γίνουν τους καιρούς εκείνους απαιτούσαν μόχθο , ιδρώτα και πολλά χέρια. Μια κοινή παραγωγή είχαν όλοι αυτοί οι οικισμοί. Την καλλιέργεια σιτηρών και του καλαμποκιού. Πέρα απο αυτές τις καλλιέργειες στην Στρογγυλή και στον Καντζά υπήρχαν οι ελιές ενώ στο Ιμάμ Τσαούς υπήρχε καλλιέργεια φουντουκιού. Θα αναφερθώ στην Καλλιέργεια του σιταριού και των φουντουκιών. Για την αγροτική ζωή που επικρατούσε τότε στον ελλαδικό χώρο ο γερμανός Χέρμαν Βάΐς; είχε πεί: Από βιοτικής άποψις οι πληθυσμοί στα τσιφλίκια και ειδικά στην Ήπειρο ζούσαν υπο κτηνώδες συνθήκες.


Ας δούμε όμως την καλλιέργεια του σιταριού.

Από το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτέμβρη άρχιζαν να πέφτουν οι πρώτες βροχές τα λεγόμενα ως και σήμερα πρωτοβρόχια. Αν και ο τόπος σε αυτά τα χωριά διέθετε αρκετό νερό όμως οι βροχές κάνανε το χώμα μαλακό. Στις 14 Σεπτεμβρίου ,σύμφωνα με πληροφορίες που είχα συλλέξει πιο παλιά, οι κάτοικοι των χωριών πήγαιναν σπόρο στην εκκλησία όπου τον ευλογούσε ο παπάς και κατόπιν τον ανακάτευαν με τον υπόλοιπο, έτσι πίστευαν ότι θα έχουν καλή συγκομιδή , σοδειά στην γλώσσα τους. Είναι γνωστό, ότι στην περίοδο του Αλή πασά τέτοιες δοξασίες είχαν ιδιαίτερη εκτίμηση. Από τα πρωτοβρόχια και μετά, όταν το χώμα είχε μαλακώσει άρχιζε το όργωμα.

 Με δύο βόδια η δύο άλογα στα όποια έδεναν ένα ξύλινο αλέτρι άρχιζε το όργωμα. Πολλές φορές οικογένειες που είχαν μόνο ένα ζώο βρίσκονταν μαζί με άλλες οικογένειες που επίσης είχαν ένα ζώο και αλληλοβοηθούνταν. Μετά το όργωμα άρχιζε η σπορά. Οι οικογένειες κουβαλούσαν τον σπόρο σε δισάκια ή τρουβάδες και έτσι άρχιζαν να τον σπέρνουν. Εφόσον σκέπαζαν τον χώμα ένας κορμός δέντρου με κλαριά και φύλλα δένονταν στα ζώα και άρχιζε το σβάρνισμα. Ο καιρός περνούσε με διάφορες ασχολίες και φθάνανε λοιπόν στον καιρό του θέρους. Στο θέρο βασικό εργαλείο όλων το δρεπάνι. Απο νωρίς ξεκινούσαν οι οικογένειες για τα χωράφια. Γυναίκες με μικρά παιδιά τα παίρναν μαζί τους τους έφτιαχναν έναν ίσκιο και άρχιζαν την δουλειά. Στην αρχή φτιάχναν μικρά δέματα και σιγά σιγά τα συγκέντρωναν και έφτιαχναν μεγαλύτερα τα λεγόμενα δεμάτια η θημωνιές. Τα μεσημέρια σταματούσαν για διάλειμμα. Στους τορβάδες είχαν κανένα αυγό, λίγο ψωμί, ελιές, κρεμμύδια και σκόρδα. Εχω ακουστά ότι πολλοί άλειφαν τα πόδια τους με σκόρδο προκειμένου να προφυλάσσονται απο τα φίδια. Η προστασία από τον καυτό ήλιο ήταν μαντήλια και μακριά φορέματα για τις γυναίκες, Τουρμπάνια, καπέλα και μακριές πουκαμίσες για τους άνδρες. Φοβούμενοι τις αλλαγές του καιρού βιάζονταν να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα με τον θερισμό. Γι΄αυτό κάθε χέρι που μπορούσε να κάνει κάτι απο μικρό μέχρι γέρο έπρεπε να είναι παρών.

 Εφόσον τελείωναν φόρτωναν τότε τα δέματα πάνω στις άμαξες, ως επι τω πλείστων βοϊδάμαξες ,και μετέφεραν τα δέματα στο αλώνι. Παρέλειψα να αναφέρω, ότι ο θερισμός γίνονταν τον Ιούνιο και το αλώνισμα τον Ιούλιο. Άλλωστε μέχρι τις μέρες μας έφτασαν οι ονομασίες των μηνών αυτών σαν θερτής και αλωνάρης (πιο σωστά, αλωνάρς).  Με βασικό εργαλείο το δικριάνι άρχιζε το λίχνισμα. Βούταγαν το δικριάνι στο δέμα και πετούσαν τα στάχυα στον αέρα. Ο αέρας ξεχώριζε τα άχυρα απο το σιτάρι. Μετά έπαιρναν το κόσκινο και άρχιζε το κοσκίνισμα μέχρι που απελευθερώνονταν ο καρπός απο διάφορα άλλα αντικείμενα. Κατόπιν τούτου μάζευαν το σιτάρι σε τσουβάλια ή καρότσες και το μετέφεραν στα κοτσέκια.  Στον Ρουμπά υπήρχε και και πετραλώνι που η διαδικασία του αλωνίσματος ήταν λίγο διαφορετική. Το πετραλώνι ήταν ένας κυκλικός χώρος όπου απλώνονταν τα δέματα με τα στάχυα. Κατόπιν τούτου έδεναν στα ζώα ενα εργαλείο που το έχω βρει με την λέξη ντουκάνι (σλαβική ή τουρκική) το οποίο πατούσε τα στάχυα μέχρι που έβγαινε ο καρπός. Τα άχυρα τα μάζευμαν και τα χρησιμοποιούσαν για τροφή για τα ζώα.

 Οι κεχαγιάδες και οι προεστοί φρόντιζαν να φτάσει το σιτάρι στους μύλους ή στο εμπόριο. Όταν κατά τον 18ο αιώνα η οθωμανική αυτοκρατορία απαγόρευσε την εξαγωγή του σιταριού στην συγκεκριμένη περιοχή άνθισε το λαθρεμπόριο με καΐκια από τα Εφτάνησα που ανέβαιναν τον Λούρο και στην ζούλα αγόραζαν σιτάρι. Θέλω να πιστεύω ότι οι εφτανήσιοι εργάτες που έρχονταν εδώ έπαιξαν και ένα ρόλο μεσάζοντα.

Σήμερα τα βλέπουμε λίγο ρομαντικά όλα αλλά για το κόσμο τις εποχής εκείνης ήταν πολύ δύσκολα. Οσον αφορά τον σπόρο για την καλλιέργεια και τα εργαλεία άλλα τα διέθεταν οι τσιφλικάδες και άλλα τα προμήθευαν οι αγρότες μόνοι τους. Ξύλινα εργαλεία τα έφτιαχναν και μόνοι τους


Το Ψάρεμα

    Μια άλλη απασχόληση των χωρικών αυτών των χωριών ήταν το ψάρεμα. Οι λιμνοθάλασσες και ο ποταμός Λούρος είχαν αρκετό πλούτο να προσφέρουν. Το ψάρεμα κατ΄ εξοχήν ανδρική απασχόληση εξασφάλιζε φαγητό αλλά και άλλα έσοδα.

Το ψάρεμα στις λιμνοθάλασσες και στον βάλτο γίνονταν με τα λεγόμενα πριάρια η μονόξυλα. Ήταν όμως κατάλληλα και για τον Λούρο. Μπορούσαν άνετα να μεταφέρουν μέχρι και 3 άτομα αν και δεν χρειαζότανε και ήταν εύκολο να το τραβήξεις στην στεριά ακόμη και να το κρύψεις ακόμη 2 άτομα θα μπορούσαν να το μεταφέρουν όπου θέλανε. Η κατασκευή του ήταν τέτοια ώστε μπορούσε να χωρέσει άνετα την ψαριά καθώς και να μεταφέρει και πιθανά θηράματα. Πλεούμενοι λοιπόν με αυτά τα πριάρια μπορούσαν οι χωρικοί να στήνουν στον βάλτο ή στον Λούρο τους βαλκούς και τα παραγάδια ενώ στη λιμνοθάλασσα λαθραία άπλωναν δίχτυα.


Για τα πριάρια της εποχής αυτής από περιηγητές της εποχής έχουμε την ακόλουθες περιγραφές:

Τα πλοιάρια αυτά κατασκευάζονται από τον κορμό ενός δένδρου γι΄ αυτό και τα ονομάζουν μονόξυλα είναι συνήθως 10 με 15 πόδια στο μάκρος, 2 πόδια πλάτος και 2,5 πόδια ύψος. Μάλλον δεν πρέπει να ήταν άγνωστα στην αρχαιότητα”

O Bartholdy τα περιγράφει ως εξής:

τα μονόξυλα, που συχνά δεν είναι τίποτ' άλλο από ένας κορμός δέντρου, βαθουλωμένος, και τόσο ελαφρά, που αναποδογυρίζουν με το παραμικρό. Αντί να χρησιμοποιούν κουπιά, τα κατευθύνουν μ' ένα κοντόξυλο”.

Οι ψαριές παλαιότερα ήταν πάρα πολύ πιο πλούσιες απ΄ ότι σήμερα. Οι βαλκοί συνήθως ήταν γεμάτοι με χέλια, κέφαλους, τα δίχτυα και τα παραγάδια απο τον βάλτο και τον Λούρο έφερναν Δροσίνες ,κυπρίνους (αν και στην ευρύτερη περιοχή ο κυπρίνος δεν είχε ιδιαίτερη εκτίμηση) καθώς και μουστακάτα. Παράδεισος επίσης για κυνηγούς και ψαράδες ήταν η λεγόμενη λίμνη της Πέτρας. Αν και βασικά ήταν τμήμα του βάλτου παρόλα αυτά θεωρούνταν ξεχωριστό τμήμα. Απο του κατοίκους της περιοχής αυτοί που ασχολούνταν περισσότερο με το Ψάρεμα ήταν οι Στρυγγυλιώτες (στρογγλιώτες κατά το τοπικό ιδίωμα) μετά οι Πετριώτες και λιγώτερο οι Καντζιώτες και οι Μαμτσαουσιώτες. Έτσι λοιπόν οι χωρικοί των παραπάνω οικισμών στην συγκεκριμένη εποχή ήτανε και αγρότες, και ψαράδες και κυνηγοί και ότι άλλο θα μπορούσε αρκεί να εξασφάλιζαν τα προς το ζείν. Βασικά το μονοπώλιο αν θα μπορούσαμε να το πούμε έτσι, το είχαν οι κάτοικοι του οικισμού της Στρογγυλής καθότι η γεωγραφική τους θέση το επέτρεπε καλύτερα, ασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό και λιγότερο με χωράφια καθώς και σαν φύλακες στα Διβάρια (γβιάρια). Η λιμνοθάλασσα και τα Διβάρια αποτελούσαν ένα πρόβλημα για τους αγρότες των παρακάτω οικισμών, καθότι αυτά η λιμνοθάλασσα και τα Διβάρια ήταν νοικιασμένα δηλ. ιδιωτικά. Για το συγκεκριμένο θέμα δίνει μια καλή περιγραφή ο Πρωσοεβραίος Μπαρτόλντυ όπως και ο Ελευθέριος Βέτσιος στο βιβλίο του “η οικονομική και διπλωματική παρουσία των Βενετών στην περιοχή της Άρτας”. Έτσι στην λιμνοθάλασσα μπαίνοντας, όπου ο θαλασσινός πλούτος ήταν άφθονος, οι αγρότες χωρικοί ρισκάρανε αρκετά. Οι αψιμαχίες με τους φύλακες δεν έλειπαν. Ακόμη και οι τιμωρίες. Διάβαζα κάποτε, ότι στα 1835 συνελήφθηκαν 2 Καντζιώτες και ένας Πετριώτης από τους στρογγυλιώτες φύλακες και μεταφέρθηκαν στις φυλακές στην Πρέβεζα γιατί δεν είχαν χρήματα να πληρώσουν το πρόστιμο. Ένα άλλο πλήγμα που δέχονταν οι αγρότες που ασχολούνταν με το ψάρεμα ήταν το κλέψιμο των παραγαδιών ή των βαλκών. Ένα πράγμα που έφτασε ως τις μέρες της δεκαετίας του 1950. Δηλ. Έστηνε κάποιος παραγάδι ή βαλκό και το βράδυ έρχονταν και τον έπαιρνε άλλος. Τέτοιες αψιμαχίες υπήρχαν μεταξύ ατόμων από το Ιμάμ Τσαούς η πετριώτες και Καντζιώτες. Στις περισσότερες φορές τα “θύματα” ήταν οι χωρικοί της Πέτρας, οι οποίοι εξ αιτίας της γεωγραφικής θέσεως του χωριού τους ήταν πολύ πιο εύκολο να στήσουν παραγάδια ή βαλκούς.

Μερικές γυναικείες ασχολείες

Το κουβάλημα του νερού

Στις μέρες μας η παροχή νερού σε κάθε σπίτι είναι κάτι το φυσικό. Σαν παιδί ακόμη έζησα ότι δεν ήταν πάντα έτσι. Τρεις θέσεις θυμάμαι απ΄ όπου τα σπίτα εφοδιάζονταν νερό. Την κεντρική βρύση στο χωριό, το πηγάδι στον πλάτανο στο κλούρ και την πηγή στο ποτάμι (σημ. Νέα Κερασούντα).

Η βρύση ήταν κάπως πιο “μοντέρνα έκδοση”. Το πηγάδι ήταν αυτό που εφοδίαζε τα σπίτια αν και υπήρχαν και σπίτια (λιγοστά βέβαια) σε όλα τα προαναφερόμενα χωριά με δικά τους πηγάδια. ¨ετσι έχω μάθει, ότι στην Στρογγυλή εφοδιάζονταν το νερό κοντά από την τοποθεσία στο Ποδαρούλι, όπου υπήρχε πολύ καλό και δροσερό νερό, στην Πέτρα υπήρχε επίσης ένα κεντρικό πηγάδι, ο Ρουμπάς εφοδιάζονταν με νερό από τον Λούρο και ο Καντζάς είχε πετρόκτιστη βρύση και πηγάδι συν ότι υπήρχαν σπίτια με πηγάδια. Ας δούμε όμως πως συνδέεται το νερό με την γυναίκα της εποχής αυτής. 

Η γυναίκα ήταν αυτή που θα πήγαινε στη βρύση ή πηγάδι ή πηγή να γεμίσει την βαρέλα για να υπάρχει στο σπίτι φρέσκο νερό. Αρκετές φορές έπρεπε να πάει μια και δύο φορές γιατί το νερό έπρεπε να φτάνει και για τα ζώα, τα ποτιστικά στον κήπο και για τους ανθρώπους. Ήταν κουραστική δουλειά που έπρεπε να γίνει και για την οποία δεν γνωρίζω ακριβώς αν για τούς άνδρες ήταν ντροπή ή ήταν απασχολημένοι με άλλες δουλειές που δεν μπορούσαν να γίνουν από γυναίκες ή παιδιά. Στο κουβάλημα του νερού πολλές φορές βοηθούσαν και τα παιδιά. Αφού η γυναίκα γέμιζε την βαρέλα την έδενε με σχοινιά στον ώμο και την μετέφερε σπίτι. Αν χρειάζονταν το σπιτικό πάνω απο μια βαρέλα νερό, τότε η μεταφορά ή θα έπρεπε να γίνει και από άλλο άτομο της οικογένειας η θα έπρεπε νε βρεθεί κάποιο άλογο η γαϊδούρι και επειδή δεν είχαν όλοι υπήρχε και κάποια αλληλεγγύη.

Το γέμισμα της βαρέλας είχε και κοινωνικό χαρακτήρα.

Ήταν τόπος συνάντησης γυναικών και τόπος όπου πολλές φορές οι άνδρες ρίχνανε τα βλέμματα σε κάποια κοπέλα καθώς και οι νεαρές κοπέλες ρίχνανε τα βλέμματα σε κάποιον νέο. Αυτό το βλέπουμε και στην δημοτική μας παράδοση μέσα από το τραγούδι “η στάμνα”

Με πειράξανε στον δρόμο

πάει η στάμνα από τον ώμο

η βαρέλα ήταν βαριά

μου την ρίξαν τα παιδια”

Για τις γυναίκες γενικά ήταν μια έξοδος από το σπίτι και ανταλλαγή σκέψεων, συνταγών, βοήθειας κτλ. Για λίγο φρέσκο πόσιμο νερό αρκούσε πολλές φορές να πεταχτούνε οι γυναίκες με μια στάμνα ή ένα τσουκάλι μέχρι τη βρύση ή το πηγάδι.

Σήμερα περιγελούμε την τότε κατάσταση με την κλασική φράση: Η γυναίκα με τα πόδια και φορτωμένη την βαρέλα και ο άνδρας στον Γάϊδαρο καβάλα.




Τα ξύλα

„Πάμε στο λόγγο μωρ Λένη για ξύλα” λέει ένα παραδοσιακό μας τραγούδι στην Ήπειρο.

Ολόκληρη η περιοχή γύρω από τους Ρωγούς και τα Λιοβούνια (Ηλιοβουνια), το Μαυροβούνι (επίσης ονομαζόμενο και Μικροβούνι ), απο την είσοδο του Καντζά (Κάντζα) ως την Λάκκα είχε τόσο άφθονη ξυλεία που δεν αποτέλεσε ποτέ θέμα για τους χωρικούς των παρακείμενων χωριών πως θα ανάψουν την εστίες τους. Όπως είδαμε παραπάνω Το εμπόριο της ξυλείας στην περιοχή αυτή ήταν αρκετά μεγάλο. Βενετοί, Γάλλοι, οι ταρσανάδες (ναυπηγεία)της Πρέβεζας κτλ. Όλοι προμηθεύονταν την ξυλεία τους από την συγκεκριμένη περιοχή. Παρόλα αυτά , τα κλαδιά και ότι άλλο μικρό ξύλο υπήρχε αυτό βρίσκονταν στην ελεύθερη διάθεση του κοσμάκη. Έτσι λοιπόν οι γυναίκες μαζεύονταν σε ομάδες και πήγαιναν στα παρακείμενα δάση και παρακείμενους λόγγους για να κουβαλήσουν ξύλα. Πιο παλιά ειδικά οι γυναίκες απο το Ιμάμ Τσαούς και τον Καντζά που έβγαιναν στα Λιοβούνια ή στο άνοιγμα της Λακκοπούλας βρίσκονταν υπό συνοδεία κάποιου άντρα καθότι η Ληστεία σε αυτό το μέρος ήταν αρκετά αναπτυγμένη.  Οι Στρογγυλιώτες και Πετριώτες μάζευαν τα ξύλα τους στο Μαυροβούνι και τον βάλτο.

 Ο Ρουμπάς είχε δικό του Λόγγο και τον βάλτο και όπως προανάφερα οι Καντζιώτες βγαίναν προς τα Λιοβούνια και στην Βαλαώρα ενώ το Ιμάμ Τσαούς περιτριγυρισμένο από δάση (είχε τα φουντουκόδασα του, τον Ρουμπά , τον Βάλτο ο οποίος πέρα απο το έλος είχε άφθονη βλάστηση ) αλλά τα καλά τα ξύλα έρχονταν από τα Λιοβούνια. Έτσι λοιπόν οι γυναίκες ήταν αυτές που μάζευαν τα ξύλα και έφτιαχναν μια θυμωνιά την οποία φόρτωναν στην πλάτη τους και την μετέφεραν στα σπίτια, όπου θα έπρεπε να τα στεγάσουν σε στεγνό μέρος.



Το ζύμωμα και ψήσιμο του ψωμιού

Η σκάφη ήταν το βασικό εργαλείο για την γυναίκα που ήθελε να φτιάξει ψωμί. Ανάλογα πόσο μεγάλες ήταν οι οικογένειες οι γυναίκες ζύμωναν και έψηναν ψωμί ως και για μια εβδομάδα. Το αλεύρι σπάνια ήταν καθάριο δηλ. Σιταρένιο. Αν και ο τόπος αφθονούσε σε σιτάρι για τους φτωχούς αγρότες τις περιοχής τι σταρένιο/καθάριο ήταν μόνο σε μέρες γιορτινές στο τραπέζι. Το αλεύρι που χρησιμοποιούσαν ήταν μικτό. Από κριθάρι και βρώμη ήταν τα βασικά αλεύρια, πότε μικτά και πότε μικτά με καθάριο. Αργότερα όταν ήρθε το καλαμπόκι μπήκε στη ζωή των χωρικών και η μπομπότα ή κολούρα (κλούρα)! 

Ας δούμε όμως πώς ετοίμαζαν οι γυναίκες τα ψωμιά. Από νωρίς το βράδυ της προηγούμενης μέρας οι γυναίκες έπιαναν το προζύμι. Δηλ. Απο το προηγούμενο ψωμί είχαν κρατήσει στην άκρη ένα κομμάτι ζυμάρι το οποίο ανακάτευαν με νερό μέχρι που γίνονταν πηχτός χυλός. Τον χυλό αυτόν τον κουκούλωναν με μάλλινες κουβέρτες και νωρίς το πρωί ανακάτευαν αυτό το είδος μαγιάς με το το αλεύρι και το νερό και έφτιαχναν την νέα ζύμη. Κατόπιν τούτου σκέπαζαν την ζύμη πάλι με κουβέρτες και το άφηναν να φουσκώσει.
 Όταν ο φούρνος είχε πυρώσει για τα καλά, τότε εφόσον κρατούσαν στην άκρη λίγο ζυμάρι για το επόμενο ψωμί έφτιαχναν τα καρβέλια και τα φούρνιζαν.

Τα φαγητά

Το φαγητό ήταν απλό. 

Το πρωί ένα πιάτο γάλα τρίψα (γάλα με ψωμί)

Για τις εργασίες στο χωράφι έβαζαν στον τρουβά κανένα αυγό, κρεμμύδι, σκόρδο, τομάτα και αν υπήρχε και λίγο ψωμί. Αυτά συνοδεύονταν και με φρούτα. Για τα σπίτια  η φύση της περιοχής επέτρεπε όπως είπαμε πολλά. Ψάρια, αγριοπούλια, Λαχανικά, όσπρια  και ρύζι ήταν κλασικά γεύματα. H πλούσια χλωρίδα και πανίδα γέμιζε το τραπέζι της κυριακής.            Το βράδυ πάλι αρκούσε μια λίμπα με γάλα και ψωμί ή κουρκούτη. Παρ’ όλη τη φτώχεια τους όταν έφτανε ο καιρός των διαφόρων δοξασιών (Πάσχα, Χριστούγεννα κτλ. Θα βρισκόταν τρόπος να μαγειρέψουν το γουρούνι (γρούν κατά το τοπικό ιδίωμα) ή το αρνί.


Το πλύσιμο των ρούχων

Ένα άλλο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες αυτών των εποχών , πράγμα που έφτασε και λίγες δεκαετίες πιο πίσω μας, ήταν το πλύσιμο των ρούχων. 3 Βασικά όργανα είχε οι νοικοκυρά στο χέρι της για το πλύσιμο:

1.      Την σκάφη (σκαφίδα κατα το τοπικό ιδίωμα)

2.      Τον κόπανο

3.      Την αλισίβα (αλσίβα)

4.      Το καζάνι (καζάν)

Έβραζαν την στάχτη των καμένων ξύλων και κατά προτίμηση με βρόχινο νερό και παρασκεύαζαν έναν χυλό που αντικαθιστούσε το σαπούνι. Είχα ακουστά ότι κάποιοι γνώριζαν και την τέχνη να κατασκευάζουν σαπούνι από λάδι και συγκεκριμένα απο το κατακάθι του λαδιού, την μούργα. Έχω ακουστά ότι η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνονταν αρχές φθινοπώρου. Οι γυναίκες κουβαλούσαν τα ρούχα φορτωμένες ή τα φόρτωναν σε κάποιο ζώο και πήγαιναν στα σημεία όπου υπήρχε τρεχούμενο νερό ,και δόξα το θεό όπως είπαμε η περιοχή είχε και έχει άφθονο.

 Εκεί άναβαν φωτιά και έβραζαν και αφού τα πλένανε με αλισίβα ή σαπούνι τα δίπλωναν και τα χτυπούσαν με τον κόπανο για να φύγει η βρώμα. Μετά τα άπλωναν σε θάμνους η κλαριά για να στεγνώσουν και αργότερα τα μάζευαν και γύριζαν σπίτι. Άλλες τα έπαιρναν μαζί και τα στέγνωναν στα σπίτια τους. Ανάλογα με τις δουλειές που είχαν να κάνουν. Τα πράγματα δυσκόλευαν τον χειμώνα αλλά οι γυναίκες είχαν πάντα μια λύση.




Οι ζωοκλοπές

Ένα άλλο φαινόμενο που βασάνιζε την περιοχή ήταν η ληστεία και οι ζωοκλοπές. Αρχικά μάστιζαν την περιοχή οι τουρκαλβανοί τσάμηδες, οι οποίοι μετέφεραν ολόκληρα κοπάδια. Ο πρώτος που τους έβαλε χέρι ήταν ο Αχμέτ Κούρτ πασάς βοεβόδας της Άρτας. Στην εποχή του Αλή πασά, μιας και ο ίδιος είχε καταφέρει με την βία να κάνει όλη την περιοχή κτήμα του και είχε βέβαια συμφέρον να καταπολεμήσει την ληστεία. Μετά την πτώση του Αλί η ληστεία και η ζωοκλοπή θα κρατήσει στην περιοχή μέχρι την περίοδο του μεσοπολέμου.

Η Μάστιγα της ζωοκλοπής θέρισε περισσότερο τον Καντζά ,που η θέση του χωριού ήταν πέρασμα για κλέφτες και στρατό, και λιγότερο τα άλλα χωριά.
 

Δεν είναι ότι έρχονταν οι ληστές από τα ορεινά και από την Τσαμουριά ο κόσμος της εποχής αλληλοκλέβονταν. Γουρουνάκια, πρόβατα, κότες κτλ. ήταν πάντα η λεία. Περίφημοι ζωοκλέφτες της περιοχής ήταν οι κοντοχωριανοί όλων μας οι Κρανιώτες. Λέγεται πώς ήταν οι πρώτοι στην περιοχή που πετάλωναν τα άλογα ανάποδα προκειμένου να σβήνουν τα ίχνη τους.

H ενδυμασία

Δυστυχώς η παραδοσιακή ενδυμασία της περιοχής έχει μείνει στην αφάνεια ή έχει λησμονηθεί εντελώς. Το νέο ελληνικό κράτος φρόντισε με τα σχολεία να σχηματίσουμε την γνώμη, ότι μόνο η φουστανέλα ήταν η παραδοσιακή μας ενδυμασία, κάτι που δεν είναι εντελώς απόλυτο. Ο τρόπος της ενδυμασίας έχει να κάνει με τους τρόπους της παράδοσης που η μιά γενιά άφηνε προφορικά ή και με τέχνη στην επόμενη γενιά. Ακόμη και τότε σε αντίθεση με την μόδα που εξελίσσονταν στις αστικές κοινωνίες στην συγκεκριμένη περιοχή όπως άλλωστε υπόλοιπη περιοχή η ενδυμασία για διάφορους λόγους παρέμεινε στάσιμη. Το γεωφυσικό περιβάλλον αλλά και η εργασίες ήταν τα δύο στοιχεία που καθόριζαν τον τρόπο της ενδυμασίας.

Ας δούμε όμως πως ήταν οι τοπικές ενδυμασίες εκείνους του καιρούς. Οι φορεσιές ήταν δύο. Μια γιορτινή και μια καθημερινή. Ας δούμε όμως πως ήταν αυτές οι φορεσιές. Οι καθημερινές ήταν απλές. Για τις εργασίες στα χωράφια επιβάλλονταν η φορεσιά να είναι άνετη να προστατεύει και από τον ήλιο αλλά και κάθε λογής παράσιτα. Γιαυτό προσφέρονταν το λινάρι. Σε αντίθεση με την καθημερινή τα γιορτινά ρούχα ήταν μάλλινα.

Η ενδυμασία αποτελούσε προϊόν της ντόπιας οικοτεχνίας.

 Πρόχειρα ρούχα ράβονταν σχεδόν από τις νοικοκυρές ενώ τα βαριά ρούχα τα έραβαν πλανόδιοι ραφτάδες, οι οποίοι με τον καιρό όσο μεγάλωναν οι οικισμοί γίνονταν μόνιμοι κάτοικοι. Όπως προανέφερα οι καθημερινές ενδυμασίες ήταν πολύ απλές φτιαγμένες από λινάρι, το οποίο μάλιστα εμπορεύονταν όλη η περιοχή στους παραπάνω αιώνες. Η ανδρική καθημερινή αποτελούνταν απο πουκαμίσα και βράκα μέχρι τα γόνατα την οποία συνόδευαν μέχρ τα γόνατα κάλτσες (τσουρέπια) και τα υποδήματα ήταν σγαρόνια κοινώς γουρνοτσάρουχα. Το κεφάλι σκεπάζονταν με ένα σκούφο από δέρμα βοδιού ή μαντήλια σαν τουρμπάνι όπως τα γνωρίζουμε από τους μωαμεθανούς η ψάθινα καπέλα, τα οποία προφανώς έφτασαν στην περιοχή απο τους Αγιομαυρίτες. Η επίσημη γιορτινή ενδυμασία την οποία λίγη είχαν στην κατοχή τους αποτελούνταν από μάλλινο παντελόνι την λεγόμενη μπουραζάνα ή τσιακτσίρα, βαμβακερό πουκάμισο και αμάνικο γιλέκο.  Αυτό που δεν έπρεπε να λείπει από την φορεσιά ήταν το ζωνάρι, το οποίο το συναντούμε σχεδόν σε όλη την Ήπειρο μαύρο αλλά και σε διάφορα χρώματα. Τα επίσημα παπούτσια ήταν τα τσαρούχια που όπως είναι γνωστό μέχρι τον 17ο αιώνα τα βρίσκουμε σε χρώμα κίτρινο αργότερα σε κόκκινο και μαύρο. 
                                          Ανδρες της περιοχης μας αρχες στα 1900

Η φουστανέλα στο εσωτερικό της Λάκκας και στα ορεινά για τους ντόπιους κατοίκους της συγκεκριμένης περιοχής αποτελούσε είδος πολυτελείας και σπάνιο. Προφανώς το κόστος αγοράς θα ήταν υψηλό αλλά δεν ήταν και πρακτική.

Η γυναικεία καθημερινή ενδυμασία αποτελούνταν από ολόσωμο φουστάνι φτιαγμένο απο λινάρι ή απλό ύφασμα το οποίο προμηθεύονταν απο το εμπόριο, με μακριά μανίκια, μια ποδιά, το κεφάλι σκεπάζονταν με μαντήλι ακόμη και με ψάθινα καπέλα. Όπως και οι άνδρες έτσι και οι γυναίκες προστάτευαν τα πόδια τους με μακριές κάλτσες και φορούσαν και οι ίδιες γουρνοτσάρουχα. Η επίσημη ενδυμασία αποτελούνταν από το σιγκούνι, μια φούστα από μαλλί, το πουκάμισο, το οποίο είχε πάντα άσπρο χρώμα, η ποδιά ήταν μαύρη και στολισμένη στο κάτω μέρος και βασικό τεμάχιο της ενδυμασίας ήταν το σιγκούνι. Το συγκούνι ήταν απλώς ένα αμάνικο επανωφόρι φτιαγμένο απο μαλλί και είχε πάνω του κεντήματα τα λεγόμενα γαϊτάνια. Τα πόδια ήταν καλυμμένα με πολύχρωμες κάλτσες αν στα πόδια φορούσαν τσαρούχια όπως οι γυναίκες της Λάκκας ή κάποιο άλλο υπόδημα δεν είναι γνωστό αλλά θέλω να πιστεύω ότι μέ τον χρόνο έφτασε και στην περιοχή το γυναικείο παπούτσι.

Πιστεύω και απ΄ ότι έχω ακουστά πως οι Λευκαδίτες και άλλοι εφτανήσιώτες ήταν αυτοί που συνέβαλαν στην γυναικεία φορεσιά να εισαχθεί το απλό ύφασμα.

Η διασκέδαση

Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων οικισμών σε αυτούς τους αιώνες ζούσαν σχεδόν απομονωμένοι. Οι τρόποι διασκέδασης ήταν περιορισμένοι, ειδικά για τις γυναίκες. Μικροί και μεγάλοι έδιναν τον καθημερινό τους αγώνα για να εξασφαλίσουν την επιβίωση. Οι πλατείες αποτελούσαν στέκι συνάντησης των χωρικών απ΄ όπου εξελίχτηκαν και τα πρώτα καφενεία. Ένα “ small Talk“ όπως θα λέγαμε σήμερα μια σύντομη κουβέντα άλλαζαν οι γυναίκες μεταξύ τους τις Κυριακές στην εκκλησία μετά το πέρας της θείας λειτουργίας και μετά έπρεπε να φύγουν γρήγορα για τα κονάκια τους γιατί τους περίμενε δουλειά. Η εκκλησία ήταν αυτή που έδωσε την πρώτη διέξοδο από την απομόνωση. Ο κόσμος πιστός στην θρησκεία αν και δεν υπήρχαν μέσα συγκοινωνίας ακολουθούσε την παράδοση να επισκεφθεί την γιορτή της γειτονικής εκκλησίας. Έτσι δημιουργήθηκαν τα πανηγύρια. Τα πανηγύρια ήταν τρόπος και τόπος συνάντησης των ανθρώπων της περιοχής να ξεφύγουν λίγο από την καθημερινότητα αλλά παράλληλα και παράλληλα ήταν το μεγάλο νυφοπάζαρο. Εδώ γίνονταν οι προξενιές. Έτσι λοιπόν δεν είναι τυχαίο, σε όλους αυτούς τους οικισμούς αναπτύχθηκε οι συμπεθεριά και οι συγγένεια. Από την οικογενειά μου γνωρίζω ότι είχαν συγγενείς στον Καντζά, κουμπαριές στην Πέτρα κτλ., πράγμα που συνέβαινε και με όλες τις οικογένειες αυτών των οικισμών. Ετσι όταν λοιπόν γίνονταν πανηγύρι στον έναν οικισμό ήταν φυσιολογικό ότι πολλά σπίτια θα δέχονταν επισκέψεις από τους άλλους οικισμούς και θα έπρεπε να υπάρχει ψωμί και φαγητό. Η διανυκτέρευση επισκεπτών στις ντόπιες καλύβες και σπίτια ήταν φυσιολογικό φαινόμενο. Τα πανηγύρια τα ακολουθούσαν οι γάμοι και τα βαφτίσια. Αργότερα από τον 19ο αιώνα συναντάμε στους οικισμούς αυτούς τα πρώτα καφενεία. Μια πολύ αυθεντική περιγραφή για το καφενείο του Ιμάμ Τσαούς κάνει ο Γιάννης Καλπούζος στο βιβλίο του Ιμαρέτι. 
 
ΜΕΡΟΣ Γ' (τελευταιο)


    
Μερικά στατιστικά στοιχεία των οικισμών
 Πινακας του Μιχαλη Κοκκαλακη με τα τσιφλικια στην Ηπειρο
                                Φόρος προστασίας στους Βενετούς
 






  
Αγροτικά εργαλεία της εποχής
 
 
 Σχεδόν όλα τα εργαλεία ήταν ξύλινα. Πολλά απο αυτά τα κατασκεύασαν οι ίδιοι οι αγρότες και άλλα τα αγόραζαν ή τους τα άφηνε ο τσιφλικάς στη διαθεσή τους.
 
 
Διάφορα αντικείμενα της καθημερινής ανάγκης
Αν κανείς σήμερα θέλει να πάει κάπου, σινεμά , θέατρο κτλ. ή  ακόμη για να εργαστεί και έχει μικρό παιδί, δεν έχει όμως που να το αφήσει πολλές φορές αναγκάζεται ή να παραμείνει σπίτι ή να προσλάβει κάποιο άλλο άτομο, που να προσέχει το παιδί. Το λεγόμενο babysiting. Τους καιρούς εκείνους αυτό ήταν αδιανόητο. Κάθε χέρι ήταν πολύτιμο. Ετσι τα μικρά παιδιά οι γυναίκες τα βάζανε στις σαρμανίτσες, μικρές κούνιες και τα παίρναν μαζί. Η σαρμανίτσα ήταν έτσι φτιαγμένη που να μπορεί να την κουβαλήσει η γυναίκα. Αν πάλι δεν ήθελε να πάρει ή δεν είχε σαρμανίτσα, τότε υπήρχε η  ν ά κ α.  Η νάκα ήταν ένα αντικείμενο φτιαγμένο η από δέρμα ή από μάλλινο ύφασμα ακόμη και από κουρέλια σαν ένα είδος ράντσου θα λέγαμε που μπορούσε η γυναίκα άνετα να κουβαλήσει το μωρό.
 
                              *Φωτογραφίες απο το διαδίκτιο: Σαρμανίτσα και γυναίκα με νάκα
 
Τα ξύλινα παγούρια και τα ασκιά (δοχεία απο κατσικίσιο δέρμα) και ο τουρβάς ή τρουβάς ή τορβάς ήταν τα απαραίτητα αντικείμενα για το κουβάλημα της διατροφής στις καλλιέργειες. Τα παγούρια απ΄ ότι γνωρίζω τα προμηθεύονταν από πραματευτάδες ενώ το ασκί το έφτιαχναν μόνοι τους. 
 
Τρια πράγματα που δεν έλειπαν απο κανένα σπίτι
1 1.    Η Ψάθα
   2.    Η κουρελού
   3.   Η βελέντζα (Φλοκάτι)


Για τα φτωχά καλυβόσπιτα, όπου ο κόσμος πλάγιαζε στο πάτωμα έπρεπε να βρεθεί μια λύση που να κάνει κάπως πιο άνετο τον ύπνο. Την λύση την έδωνε η φύση. Όλη η συγκεκριμένη περιοχή όπου βρίσκονται οι προαναφερόμενοι οικισμοί ήταν γεμάτη ψαθί. Αυτό το εκμεταλλεύτηκαν οι κάτοικοι και έτι δημιούργησαν ψάθινα στρώματα που να απομονώνουν την υγρασία. Έτσι τον 18ο αιώνα έχουμε ψαθί και τσουβάλια με άχυρο όπου κοιμόνταν άπαντες ενώ απο τον 19ο  αιώνα κάνουν την εμφάνιση τα κρεβάτια. Όλα αυτά ενισχύθηκαν και με τις κουρελούδες ενω κάθε σπίτι θα έπρεπε να έχει την βελέντζα του, γιατί ο χειμώνας ήταν δύσκολος και η υγρασία ήταν πολύ βαριά. 

          Οι Μετακινήσεις
  


Οι μετακινήσεις γίνονταν επί τω πλείστων με τα πόδια, μερικοί με τον γάϊδαρο και λιγότεροι με άλογα. Στις μετακομίσεις που έκαναν οι βλάχοι και οι σαρακατσάνοι σημαντικό ρόλο έπαιζαν τα μουλάρια.
 
 
Οι κίνδυνοι των μετακινήσεων
Οι κίνδυνοι που διέτρεχαν οι χωρικοί να πέσουν σε παγίδες ληστών όταν μετακινούνταν από έναν τόπο στον άλλο ήταν πολλοί. Λέγεται ότι κατά την περίοδο του Αλή πασά είχαν σταματήσει λίγο. Υπάρχει γι΄ αυτό και ένας διάλογος όπως τον μεταφέρει ο δανός Bronsted με τον Αλί στην Πρέβεζα. Παρόλα αυτά υπήρχαν. Ο Χιούζ μας λέει πώς τα δάση της περιοχής μας ήταν γεμάτα ληστές. Ειδικά η διαδρομή από τον Καντζά προς το Ελευθεροχώρι. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά τον 18ο αιώνα το Κάστρο των Ρωγών είχε μεταβληθεί σε λημέρι αρματολών. Πέρα απο τους ληστές τα δάση της περιοχής αυτής ήταν γεμάτα με άγρια ζώα. Ετσι ο κίνδυνος ήταν διπλός. Ο κόσμος προκειμένου να έχει μια ασφάλεια η σιγουριά στην πορεία του προσπαθούσε να μετακινηθεί σε ομάδες. Υπήρχαν και κάποια στέκια καθοδόν που σταματούσαν για ξεκούραση.
Λέγεται ότι ένα απο αυτά, το οποίο ήταν και τόπος συνάντησης ήταν η γέφυρα στην Πέτρα, όπου σταματούσαν τα καΐκια. 
To δέντρο ή τα δέντρα στην γέφυρα Πέτρας

Από ιστορίες που έχω από συγχωριανούς μου καθώς και από κατοίκους της Πέτρας εκεί που βρίσκονταν η παλιά γέφυρα της Πέτρας στην απέναντι πλευρά, όπου σήμερα ο δρόμος οδηγεί για την Πρέβεζα υπήρχαν κάτι δένδρα όπου στις σκιές τους μαζεύονταν τα καλοκαίρια ό κόσμος των προαναφερόμενων οικισμών και γίνονταν το παζάρι με τους καϊκτσήδες. Τα δένδρα αυτά σώζονταν μέχρι και πριν τον τελευταίο πόλεμο. Ο θείος μου, και ο δάσκαλος ο Θανάσης Στράτος μου είχαν μιλήσει για κάποια μουριά (σκαμνιά) ενώ ο δάσκαλος ο Γιώργος Τσάτσος καθώς και κάποιο Πετριώτες μου είχαν πει για Ιτιές.  Σε κάποιες εργασίες του Νικ. Καράμπελα διάβασα για μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί στην τοποθεσία της Ντογκάνας (Τελωνείου). Όπως προανάφερα, εκεί γίνονταν παζάρι. Ενα είδος  « τ ρ ά μ π α ς ». Οι αγορές δεν γίνονταν πάντα με χρήμα αλλά με προϊόντα. Ο τόπος αυτός ήταν και τόπος που σταματούσαν περαστικοί για να ξαποστάσουν. Ήταν ένας τόπος όπου όχι μόνο γίνονταν εμπόριο αλλά από εδώ έφταναν και τα νέα της περιοχής. Τι έγινε, που, πώς, πότε και γιατί. Ερχόμενοι απο τον Καντζά από δώ έκοβε ο δρόμος για το Ιμαμ Τσαούς (Μαμ. Τσαούς) μέσω Ρουμπά. Το περιγράφει μάλιστα και ο Λήκ. Απο το σημείο αυτό τα καλοκαίρια ό δρόμος έκοβε προς της Πρεβαζα αφήνοντας πίσω Καντζά και Λούρο.
 
Οι κουβέρτες και το κρασί
Στα εβραϊκά χρονικά είχα διαβάσει κάποτε πως τον 18ο αιώνα μεταξύ Πέτρας και Ιμάμ Τσαούς γίνονταν εμπόριο με μάλλινες μαύρες κουβέρτες. Τώρα αν πραγματικά πρόκειται για μαύρες κουβέρτες ή μαύρα καπότα δεν έχω βρεί κάποιες άλλες πηγές. Σίγουρο είναι, πράγμα που έφτασε μέχρι σχεδόν τις μέρες μας, πώς οι κάτοικοι της περιοχής έφτιαχναν μάλλινα υφάσματα. Για τον Καντζά πάλι είναι σίγουρο ότι στον 19ο αιώνα οι κάτοικοι έφτιαχναν κρασί. Ισως αυτό να γίνονταν ακόμη και πιο παλιά.
Οι χάρτες

Ο παραπάνω χάρτης απο τα αρχεία της Βενετίας στο 2ο  μισό του 17ου (περιπ. 1670 μ. Χ. ) αιώνα είναι ο αρχαιότερος που έχω βρεί μέχρι στιγμής όπου αναφέρει οικισμό στην τοποθεσία του Καντζά (Κάντζα). Άλωστε την συγκεκριμένη εποχή ο Καντζάς πλήρωνε φόρο προστασίας στους Βενετούς. 


Ο παραπάνω χάρτης του William Faden είναι ο αρχαιότερος που έχω βρεί μέχρι στιγμής όπου αναφέρει σαν οικισμό το Μαμούτ-τσαούς (Ιμάμ Τσαούς) και οικισμούς στις τοποθεσίας Στρογγυλής και Πέτρας. Ο χάρτης είναι χαραγμένος το 1791 μ. Χ. Ένα τελευταίο του αντίγραφο πουλήθηκε πρόσφατα με 1670 $ στην Νέα Υόρκη. Δυστυχώς δεν μπόρεσα να βρω μια κάπως πιο υψηλή ψηφιακή ανάλυση.

Με αυτή την εργασία προσπάθησα να κρατήσω λίγο στην μνήμη τις δύσκολες συνθήκες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι προγόνοι μας σε αυτόν τον τόπο. Εγραψα ότι είχα κρατήσει σε σημειώσεις και σίγουρα υπάρχουν πολλά που μπορούνε ακόμη να γραφτούνε και ελπίζω να κρατηθούν κάποια στοιχεία ακόμη. Είναι κρίμα να χάσουμε το παρελθόν μας. Για την ιστορική συνοχή αυτών των οικισμών σαν γεωγραφικό διαμέρισμα θα κάνω λόγο σε άλλη εργασία.
 
 
 
 



πηγη kantzas.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παρακαλώ πληκτρολογήστε το σχόλιό σας