Ο Λούρος είναι χωριό του νομού Πρέβεζας. Βρίσκεται στην αρχή της εύφορης κοιλάδας Λάμαρης, στην μέση ακριβώς της διαδρομής Άρτας-Πρέβεζας, στο μέσον του νομού Πρέβεζας, στο σημείο που τείνουν να ενωθούν τα βουνά Βαλαώρα και Ζάλογγο σε λοφίσκους με υψόμετρο 30μ. Η κοιλάδα αυτή βρίσκεται κοντά στις εκβολές του ποταμού Λούρου
Ο Λούρος φαίνεται ότι λεγόταν αρχικά Πύργος και βρισκόταν νότια, κοντά στο ποτάμι (Λούρο ποταμό). Κατά τον 16ο αιώνα πήρε το όνομα Λούρος, μετατρέποντας το όνομα του ποταμού Ορουρού, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος. Αυτή θα μπορούσε να ήταν η κυρίαρχη εκδοχή.
Άλλες δυο εκδοχές προέλευσης του ονόματος του χωριού, που λένε οι γέροντες συγχωριανοί, είναι οι ίδιες, που αναφέρει, από την ίδια πηγή και ο Σ. Μαρκόπουλος, δάσκαλος του χωριού το 1985: «Στην περιοχή του χωριού μας, και κυρίως στις όχθες του Λούρου ποταμού, φυτρώνουν πολλές λυγιές. Λούρες, τις ονομάζουν οι ντόπιοι και αυτές αποτελούσαν πρώτη ύλη για την κατασκευή αγροτικών ανέσεων στην περιοχή. Οι κάτοικοι έκοβαν λούρες και έπλεκαν μ’ αυτές μαντριά, καλύβια και σπιτοκάλυβα, για να μείνουν στο παλιό χωριό κοντά στο ποτάμι. Έτσι το όνομα του χωριού που είχε σπίτια από λούρες, ονομάστηκε Λούρος.
Κάποτε, πρόγονος του μαιευτήρα Λούρου, αείμνηστου Ακαδημαϊκού, καθηγητή Ιατρικής, του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε εγκατασταθεί στις όχθες του ποταμού κι είχε κάνει αλευρόμυλο, όπου άλεθε τα γεννήματα της περιοχής. Ίσως, από το όνομα του μυλωνά που τον έλεγαν Λούρο, πήρε τ’ όνομα το ποτάμι.»
Η πρώτη αναφορά στο όνομα Λούρος, γίνεται στα μέσα του 17ου αιώνα (1670), όταν περνά από την περιοχή ο Εβλιγιά Τσελεμπή, Τούρκος περιηγητής, και αναφέρει τον Λούρο πρώτη φορά ως χωριό, αλλά και παράλληλα ότι είναι τσιφλίκι (τουρκ.ciff-lik: αγρόκτημα) ενός μπέη (τουρκ.bey: τιμητικός τίτλος των τούρκων, αρχηγός, ηγεμόνας) που το διαχειριζόταν κεχαγιάς (τουρκ.kahya.: οικονομολόγος, διαχειριστής, επίτροπος). Αναφέρει επίσης, ότι υπήρχαν μύλοι και ένα έρημο φρούριο.
Από τότε ως τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα οι αναφορές στον Λούρο είναι ελάχιστες. Είναι, κυρίως από έγγραφα ξένων προξένων της Άρτης και Πρεβέζης για την υλοτομία των δασών της περιοχής.
Τότε αναφέρεται και η περιοχή της Λάμμαρης με δεκαπέντε χωριά μεταξύ Ρινιάσσας – Αμβρακικού, ως περιφέρεια του Λούρου που υπαγόταν στην δικαιοδοσία ενός μουσουλμανικού τεμένους των Ιωαννίνων.
Αργότερα αναφέρεται ο καπετάν Νικολός Νάστος-Τζιοβάρας ως Διάσημος οπλαρχηγός του Λούρου και της Λάμαρης, που δολοφονήθηκε από Μαργαριτιώτες Τσάμηδες το 1770 κατ' εντολήν των Τούρκων. Για τον θάνατο του καπετάνιου υπάρχουν δημοτικά τραγούδια. Ένα εξ αυτών είναι: Λάλησε κούκιε μ’ λάλησε στη ράχη στο Καυκάνι. Λαλάτε σ’ασπροπέλαγα, που πλέουν τα καράβια. Ρώτησε για το Νικολό, τον Νικολό Τσουβάρα. Που ήταν στο Λούρο αρματωλός, στο Καρπενίσι κλέφτης. Εψές, προψές ακούστηκαν τα βροντερά ντουφέκια Στον Λούρο επολέμαγε μ’όλη τη συντροφιά του Κοντά στα ξημερώματα τα τούρκικα ασκέρια Τον καπετάνιο βάρεσαν, τον καπετάν Τζοβάρα Και τα μπουλούκια σκόρπισαν.
Το 1779, στην περιοχή εμφανίζεται ο καλόγερος- λαϊκός ιεροκήρυκας και νεομάρτυρας Πατήρ Κοσμάς ο Αιτωλός, που κοντά στον Λούρο και πλησίον της εκκλησίας του Αϊ Θανάση, στην θέση Αμπέλια ή Πλάκα και κάτω από ένα γέρικο πλάτανο, με μέγα ακροατήριο πιστών (περίπου 6.000), από όλη την περιοχή, κήρυξε όλη την ημέρα, μέχρι που έπεσε ο ήλιος. Από τότε αυτός ο πλάτανος, ακόμη και σήμερα, λέγεται «πλάτανος του Πάτερ Κοσμά».
Πέτυχε τότε να ιδρύσει Σχολή, (Ελληνικό σχολείο) στον Λούρο, με επιπλέον οικονομική ενίσχυση (50 γρόσια) από τον τότε Κεχαγιά του Λούρου Οσμάν Αγά, διότι «ούτος παρακινεί τους Έλληνας να φέρωνται νομοταγώς και να πληρώνουν τα δικαιώματα εις τους φεουδάρχας των». Και γι’αυτό το λόγο οι βαθμοφόροι Τούρκοι του παρείχαν προστασία σ' όλη την επικράτεια του Λούρου.
Κατά τον ιστορικόν Ζήσιον (Νέα Εφημερίς 23 Αυγ 1896), γράφει: «πως εμύησε τους αρματολούς ή έχων τα αρματολίκια τους στο Λούρο ή στο Ξηρόμερο στα επαναστατικά σχέδια της ρωσικής αυλής για εξέγερση των ορθοδόξων εναντίον της Πύλης».
Ο Ρήγας Φεραίος, ο Βελεστινλής, το 1795, στην περίφημη «χάρτα» σημειώνει τον Λούρο σαν Κάστρο και διακομιστικό κέντρο της περιοχής.
Το 1797 ο Αλή Πασάς Γ' ο Τεπελενλής κυρίευσε το Λούρο παρά την αντίσταση των κάτοικων και το πυρπόλησε μαζί με τα γειτονικά χωριά (Καμαρίνα, Καντζά). Υποχρέωσε τότε τους κατοίκους της Λάμαρης, και ειδικά τους περήφανους κατοίκους του Λούρου ως παράδειγμα στην περιοχή, να δουλεύουν γ’αυτόν σαν σκλάβοι, κάτω από πρωτόγνωρες συνθήκες. Έτσι οι κάτοικοι έμεναν σε ξύλινα παραπήγματα υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς νερό, κυρίως το καλοκαίρι. Δεν επέτρεπε ο Αλή Πασάς στους κατοίκους εκείνη την εποχή να έχουν σπίτια, μήπως έκρυβαν όπλα και οχυρώνονταν, και γίνουν επικίνδυνοι για αυτόν. Φοβόταν πάρα πολύ, διότι η περιοχή είχε γίνει τον προηγούμενο κυρίως αιώνα, κέντρο αρματολών και κλεφτών.
Έτσι όπως ζούσαν οι κάτοικοι, πολλοί ήταν αυτοί που πέθαιναν. Ο Πασάς έφερνε κατά διαστήματα από διάφορα χωριά της Ηπείρου άλλους, για να καλλιεργούν τα εύφορα χωράφια της περιοχής και τα παραγόμενα προϊόντα τα πουλούσε κυρίως στους Γάλλους συμμάχους του. Ο θάνατός των κατοίκων προερχόταν από τις κακουχίες και από μια επιδημική αρρώστια που λεγόταν βράγχη. Ο Λούρος ήταν ένα φτωχό χωριό, πρωτεύουσα της περιοχής Λούρου και Λάμαρης όπως συνηθίζετο να αποκαλείται, και έδρα Πασά.
Το καλοκαίρι του 1800, ο Αλής, με 3.000 άνδρες έχοντας ως ορμητήριο το Λούρο, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να κυριεύσει το Σούλι. Καταλαβαίνοντας τη σημασία του χωριού αλλά και του πλωτού τμήματος του Λούρου ποταμού, έφτιαξε στην περιοχή μύλο με κάρβουνο, δίπλα στο ποτάμι. Ο μύλος λειτουργούσε μέχρι την απελευθέρωση το 1912.
Λέγεται ότι το σώμα των Κρητικών, που απάρτιζαν μέρος του Ελληνικού απελευθερωτικού στρατού, γιορτάζοντας την νίκη, κατέστρεψαν κάθε τι τούρκικο και μαζί και το μύλο.
Ακόμη δίπλα στον μύλο κατασκεύασε μεγάλο πέτρινο κτήριο που χρησίμευε ως αποθήκη και τελωνείο, για να διακινεί τα προϊόντα της περιοχής, (αλεύρι, μαλλιά, βελανίδια, ζώα) μέσω πλοίων στον Αμβρακικό κόλπο-λιμάνι Πρέβεζας, προς τις αγορές της Ευρώπης ή τις εγχώριες.
Επίσης έκαψε το φρούριο που είχε κατασκευάσει ο Κουρτ Πασάς στο Λούρο, και κατασκεύασε βόρεια νέο διοικητήριο, τζαμί, κατοικία του εντεταλμένου του, και σε μικρή απόσταση, στα νότια, χάνι (τουρκ. han: πανδοχείο)
Την 21η Απριλίου 1821 ο φρούραρχος της Ρηνιάσσης Χριστόφορος Πειραιβός διοργάνωσε στον Λούρο σύσκεψη των Σουλιωτών και των συμμάχων τους, ώστε να καταστρώσουν το σχέδιο για την κατάκτηση της πόλης της Πρέβεζας αλλά και για τις πολεμικές ενέργειες των Ελλήνων της περιοχής εναντίον των Τούρκων
Ο Λούρος πυρπολείται από τους Τούρκους την 31 Νοέμβρη του 1821 ως αντίποινα για την εξέγερση των κατοίκων του. Οι κάτοικοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν το χωριό και να εγκαθίστανται σε νέα θέση βόρειά του γύρω από το διοικητήριο - σαράϊ, που κατασκεύασε ο Αλή Πασάς, που είναι ο κεντρικός συνοικισμός και το σημερινό χωριό.
Και το 1854 ο Λούρος ξαναπυρπολείται από τους Τούρκους ως αντίποινα για την εξέγερση των κατοίκων του κατά την «επανάσταση των Χριστιανών» της Ηπείρου. Αρκετοί κάτοικοι του το εγκαταλείπουν οριστικά, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του να μειωθεί υπερβολικά.
Από το 1873 και έπειτα αρχίζουν σταδιακά να εγκαθίστανται νέοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά κυρίως αλλά και από όλη την Ήπειρο.
Με την εισβολή του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Ηπείρου, ο Λούρος απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό των 400 ετών, την Τρίτη στις 16 Οκτώβρη του 1912, 8 το πρωί.
Τον τελευταίο και πλέον αιώνα της Τουρκοκρατίας ο Λούρος ήταν πρωτεύουσα του ναχιγιέ (Δήμου) Λούρου και Λάμαρης, ενός εκ των τεσσάρων της Πρέβεζας. Ειδικά η περιοχή Λάμαρης, με πρωτεύουσα το Λούρο, περιελάμβανε 15 χωριά: Λούρος, Παλιορόπορος, Δούβγαινα, Σέσοβο, Μάζε(η), Λιμπόχοβο, Μαρτανιοί, Μουζάκα, Καμαρίνα, Κανάλι, Φλάμπουρα, Μιχαλίτσι, Μύτικας, Σκαφιδάκι, Ρενιάσσα, σύμφωνα με τον μητροπολίτη Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλο. Επιπλέον το σχολείο του χωριού ήταν Αλληλοδιδακτική σχολή.
Στην ογδονταετία και πλέον από την απελευθέρωση του χωριού μέχρι σήμερα μερικά σημαντικά γεγονότα υπήρξαν:
Το 1926, στις 13 Ιουνίου, Κυριακή χαράματα έγινε η ληστεία της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας, με το υπέρογκο ποσό για την εποχή εκείνη των 15 εκατομμυρίων στα στενά της Πέτρας από τους Ρενζαίους. Τα κρατικά αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής με έδρα το Λούρο, άρχισαν να ψάχνουν τους ληστές σ’όλα τα χωριά της περιοχής Λούρου και Λάμαρης για δύο ημέρες. Ανακρίσεις και ξυλοδαρμοί συνέβησαν στο Λούρο, και στους 7.000 περίπου συγκεντρωμένους κατοίκους της περιοχής στον κτήριο του σχολείου.
Το 1969 παραδίδεται ο κάμπος με αγγειοβελτιωτικά έργα (χαμηλή ζώνη Λάμαρης), και ο φορέας διαχειριστής του είναι το Τ.Ο.Ε.Β. ΛΑΜΑΡΗΣ ενώ το 2001, μετά από τέσσερα χρόνια εργασιών, η ύδρευση του κάμπου της κάτω χαμηλής ζώνης Λάμαρης, με πίεση, και ταυτόχρονα γίνεται αναδασμός σ' αυτό το τμήμα του.
Από τη δεκαετία του '50 άρχισε σιγά σιγά η ανάπτυξη του χωριού στο γεωργικό και κτηνοτροφικό τομέα. Έχει Βρεφονηπιακό σταθμό, Νηπιαγωγείο, 12/θεσιο Δημοτικό Σχολείο, Γυμνάσιο και Λύκειο, Φιλαρμονική. Είναι ένα ήσυχο, ευχάριστο, καθαρό και ανθρώπινο χωριό που αναπτύσσεται με ρυθμούς απόλυτα συμφιλιωμένους με τη γαλήνη της περιοχής του.
Κατά τις επίσημες απογραφές της Ελληνικής πολιτείας εμφανίζει:
1203 (το 1951)… 1537 (το 1971), 1744 (το 1981), 2152 (το 1991), 2078 (το 2001) και 1938 (το 2011) κατοίκους.
Είναι η έδρα της Δημοτικης Ενότητας Λούρου αποτελουμένη από τον Λούρο , τον Ν. Ωρωπο, Στεφάνη, Ν. Σφηνωτο, Κοτσανοπούλο, Βρυσούλα, Ρευματιά, Σκιαδά, Άνω Ράχης και Τρικάστρο.
Η τελευταία περιοχή αποτελεί το βορειότερο άκρο του δήμου, όπου ο ποταμός Αχέροντας χωρίζει την Δ.Ε. Λούρου από το Σούλι Θεσπρωτίας δημιουργώντας τις «Πύλες του Άδη».
Στο Λούρο υπάρχουν ελαιώνες, περιβόλια, ο κάμπος, μέρος του αρχαίου υδραγωγείου της Νικόπολης, ερείπια μικρού ελληνιστικού πύργου και το μοναδικό αισθητικό παραποτάμιο δάσος – χώρος αναψυχής του Αγίου Βαρνάβα με την εκκλησία του κτισμένη του 1149. Οι δε παραλίες του Ιονίου απέχουν μόλις 12χλμ.
Ο Λούρος φαίνεται ότι λεγόταν αρχικά Πύργος και βρισκόταν νότια, κοντά στο ποτάμι (Λούρο ποταμό). Κατά τον 16ο αιώνα πήρε το όνομα Λούρος, μετατρέποντας το όνομα του ποταμού Ορουρού, όπως αναφέρει ο μητροπολίτης Άρτας Σεραφείμ Ξενόπουλος. Αυτή θα μπορούσε να ήταν η κυρίαρχη εκδοχή.
Άλλες δυο εκδοχές προέλευσης του ονόματος του χωριού, που λένε οι γέροντες συγχωριανοί, είναι οι ίδιες, που αναφέρει, από την ίδια πηγή και ο Σ. Μαρκόπουλος, δάσκαλος του χωριού το 1985: «Στην περιοχή του χωριού μας, και κυρίως στις όχθες του Λούρου ποταμού, φυτρώνουν πολλές λυγιές. Λούρες, τις ονομάζουν οι ντόπιοι και αυτές αποτελούσαν πρώτη ύλη για την κατασκευή αγροτικών ανέσεων στην περιοχή. Οι κάτοικοι έκοβαν λούρες και έπλεκαν μ’ αυτές μαντριά, καλύβια και σπιτοκάλυβα, για να μείνουν στο παλιό χωριό κοντά στο ποτάμι. Έτσι το όνομα του χωριού που είχε σπίτια από λούρες, ονομάστηκε Λούρος.
Κάποτε, πρόγονος του μαιευτήρα Λούρου, αείμνηστου Ακαδημαϊκού, καθηγητή Ιατρικής, του Πανεπιστημίου Αθηνών, είχε εγκατασταθεί στις όχθες του ποταμού κι είχε κάνει αλευρόμυλο, όπου άλεθε τα γεννήματα της περιοχής. Ίσως, από το όνομα του μυλωνά που τον έλεγαν Λούρο, πήρε τ’ όνομα το ποτάμι.»
Η πρώτη αναφορά στο όνομα Λούρος, γίνεται στα μέσα του 17ου αιώνα (1670), όταν περνά από την περιοχή ο Εβλιγιά Τσελεμπή, Τούρκος περιηγητής, και αναφέρει τον Λούρο πρώτη φορά ως χωριό, αλλά και παράλληλα ότι είναι τσιφλίκι (τουρκ.ciff-lik: αγρόκτημα) ενός μπέη (τουρκ.bey: τιμητικός τίτλος των τούρκων, αρχηγός, ηγεμόνας) που το διαχειριζόταν κεχαγιάς (τουρκ.kahya.: οικονομολόγος, διαχειριστής, επίτροπος). Αναφέρει επίσης, ότι υπήρχαν μύλοι και ένα έρημο φρούριο.
Από τότε ως τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα οι αναφορές στον Λούρο είναι ελάχιστες. Είναι, κυρίως από έγγραφα ξένων προξένων της Άρτης και Πρεβέζης για την υλοτομία των δασών της περιοχής.
Τότε αναφέρεται και η περιοχή της Λάμμαρης με δεκαπέντε χωριά μεταξύ Ρινιάσσας – Αμβρακικού, ως περιφέρεια του Λούρου που υπαγόταν στην δικαιοδοσία ενός μουσουλμανικού τεμένους των Ιωαννίνων.
Αργότερα αναφέρεται ο καπετάν Νικολός Νάστος-Τζιοβάρας ως Διάσημος οπλαρχηγός του Λούρου και της Λάμαρης, που δολοφονήθηκε από Μαργαριτιώτες Τσάμηδες το 1770 κατ' εντολήν των Τούρκων. Για τον θάνατο του καπετάνιου υπάρχουν δημοτικά τραγούδια. Ένα εξ αυτών είναι: Λάλησε κούκιε μ’ λάλησε στη ράχη στο Καυκάνι. Λαλάτε σ’ασπροπέλαγα, που πλέουν τα καράβια. Ρώτησε για το Νικολό, τον Νικολό Τσουβάρα. Που ήταν στο Λούρο αρματωλός, στο Καρπενίσι κλέφτης. Εψές, προψές ακούστηκαν τα βροντερά ντουφέκια Στον Λούρο επολέμαγε μ’όλη τη συντροφιά του Κοντά στα ξημερώματα τα τούρκικα ασκέρια Τον καπετάνιο βάρεσαν, τον καπετάν Τζοβάρα Και τα μπουλούκια σκόρπισαν.
Πέτυχε τότε να ιδρύσει Σχολή, (Ελληνικό σχολείο) στον Λούρο, με επιπλέον οικονομική ενίσχυση (50 γρόσια) από τον τότε Κεχαγιά του Λούρου Οσμάν Αγά, διότι «ούτος παρακινεί τους Έλληνας να φέρωνται νομοταγώς και να πληρώνουν τα δικαιώματα εις τους φεουδάρχας των». Και γι’αυτό το λόγο οι βαθμοφόροι Τούρκοι του παρείχαν προστασία σ' όλη την επικράτεια του Λούρου.
Κατά τον ιστορικόν Ζήσιον (Νέα Εφημερίς 23 Αυγ 1896), γράφει: «πως εμύησε τους αρματολούς ή έχων τα αρματολίκια τους στο Λούρο ή στο Ξηρόμερο στα επαναστατικά σχέδια της ρωσικής αυλής για εξέγερση των ορθοδόξων εναντίον της Πύλης».
Ο Ρήγας Φεραίος, ο Βελεστινλής, το 1795, στην περίφημη «χάρτα» σημειώνει τον Λούρο σαν Κάστρο και διακομιστικό κέντρο της περιοχής.
Το 1797 ο Αλή Πασάς Γ' ο Τεπελενλής κυρίευσε το Λούρο παρά την αντίσταση των κάτοικων και το πυρπόλησε μαζί με τα γειτονικά χωριά (Καμαρίνα, Καντζά). Υποχρέωσε τότε τους κατοίκους της Λάμαρης, και ειδικά τους περήφανους κατοίκους του Λούρου ως παράδειγμα στην περιοχή, να δουλεύουν γ’αυτόν σαν σκλάβοι, κάτω από πρωτόγνωρες συνθήκες. Έτσι οι κάτοικοι έμεναν σε ξύλινα παραπήγματα υπό άθλιες συνθήκες, χωρίς νερό, κυρίως το καλοκαίρι. Δεν επέτρεπε ο Αλή Πασάς στους κατοίκους εκείνη την εποχή να έχουν σπίτια, μήπως έκρυβαν όπλα και οχυρώνονταν, και γίνουν επικίνδυνοι για αυτόν. Φοβόταν πάρα πολύ, διότι η περιοχή είχε γίνει τον προηγούμενο κυρίως αιώνα, κέντρο αρματολών και κλεφτών.
Έτσι όπως ζούσαν οι κάτοικοι, πολλοί ήταν αυτοί που πέθαιναν. Ο Πασάς έφερνε κατά διαστήματα από διάφορα χωριά της Ηπείρου άλλους, για να καλλιεργούν τα εύφορα χωράφια της περιοχής και τα παραγόμενα προϊόντα τα πουλούσε κυρίως στους Γάλλους συμμάχους του. Ο θάνατός των κατοίκων προερχόταν από τις κακουχίες και από μια επιδημική αρρώστια που λεγόταν βράγχη. Ο Λούρος ήταν ένα φτωχό χωριό, πρωτεύουσα της περιοχής Λούρου και Λάμαρης όπως συνηθίζετο να αποκαλείται, και έδρα Πασά.
Το καλοκαίρι του 1800, ο Αλής, με 3.000 άνδρες έχοντας ως ορμητήριο το Λούρο, προσπάθησε χωρίς επιτυχία να κυριεύσει το Σούλι. Καταλαβαίνοντας τη σημασία του χωριού αλλά και του πλωτού τμήματος του Λούρου ποταμού, έφτιαξε στην περιοχή μύλο με κάρβουνο, δίπλα στο ποτάμι. Ο μύλος λειτουργούσε μέχρι την απελευθέρωση το 1912.
Λέγεται ότι το σώμα των Κρητικών, που απάρτιζαν μέρος του Ελληνικού απελευθερωτικού στρατού, γιορτάζοντας την νίκη, κατέστρεψαν κάθε τι τούρκικο και μαζί και το μύλο.
Ακόμη δίπλα στον μύλο κατασκεύασε μεγάλο πέτρινο κτήριο που χρησίμευε ως αποθήκη και τελωνείο, για να διακινεί τα προϊόντα της περιοχής, (αλεύρι, μαλλιά, βελανίδια, ζώα) μέσω πλοίων στον Αμβρακικό κόλπο-λιμάνι Πρέβεζας, προς τις αγορές της Ευρώπης ή τις εγχώριες.
Επίσης έκαψε το φρούριο που είχε κατασκευάσει ο Κουρτ Πασάς στο Λούρο, και κατασκεύασε βόρεια νέο διοικητήριο, τζαμί, κατοικία του εντεταλμένου του, και σε μικρή απόσταση, στα νότια, χάνι (τουρκ. han: πανδοχείο)
Την 21η Απριλίου 1821 ο φρούραρχος της Ρηνιάσσης Χριστόφορος Πειραιβός διοργάνωσε στον Λούρο σύσκεψη των Σουλιωτών και των συμμάχων τους, ώστε να καταστρώσουν το σχέδιο για την κατάκτηση της πόλης της Πρέβεζας αλλά και για τις πολεμικές ενέργειες των Ελλήνων της περιοχής εναντίον των Τούρκων
Ο Λούρος πυρπολείται από τους Τούρκους την 31 Νοέμβρη του 1821 ως αντίποινα για την εξέγερση των κατοίκων του. Οι κάτοικοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν το χωριό και να εγκαθίστανται σε νέα θέση βόρειά του γύρω από το διοικητήριο - σαράϊ, που κατασκεύασε ο Αλή Πασάς, που είναι ο κεντρικός συνοικισμός και το σημερινό χωριό.
Και το 1854 ο Λούρος ξαναπυρπολείται από τους Τούρκους ως αντίποινα για την εξέγερση των κατοίκων του κατά την «επανάσταση των Χριστιανών» της Ηπείρου. Αρκετοί κάτοικοι του το εγκαταλείπουν οριστικά, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός του να μειωθεί υπερβολικά.
Από το 1873 και έπειτα αρχίζουν σταδιακά να εγκαθίστανται νέοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά κυρίως αλλά και από όλη την Ήπειρο.
Με την εισβολή του Ελληνικού στρατού για την απελευθέρωση της Ηπείρου, ο Λούρος απελευθερώθηκε από τον Τουρκικό ζυγό των 400 ετών, την Τρίτη στις 16 Οκτώβρη του 1912, 8 το πρωί.
Τον τελευταίο και πλέον αιώνα της Τουρκοκρατίας ο Λούρος ήταν πρωτεύουσα του ναχιγιέ (Δήμου) Λούρου και Λάμαρης, ενός εκ των τεσσάρων της Πρέβεζας. Ειδικά η περιοχή Λάμαρης, με πρωτεύουσα το Λούρο, περιελάμβανε 15 χωριά: Λούρος, Παλιορόπορος, Δούβγαινα, Σέσοβο, Μάζε(η), Λιμπόχοβο, Μαρτανιοί, Μουζάκα, Καμαρίνα, Κανάλι, Φλάμπουρα, Μιχαλίτσι, Μύτικας, Σκαφιδάκι, Ρενιάσσα, σύμφωνα με τον μητροπολίτη Άρτης Σεραφείμ Ξενόπουλο. Επιπλέον το σχολείο του χωριού ήταν Αλληλοδιδακτική σχολή.
Στην ογδονταετία και πλέον από την απελευθέρωση του χωριού μέχρι σήμερα μερικά σημαντικά γεγονότα υπήρξαν:
Το 1926, στις 13 Ιουνίου, Κυριακή χαράματα έγινε η ληστεία της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας, με το υπέρογκο ποσό για την εποχή εκείνη των 15 εκατομμυρίων στα στενά της Πέτρας από τους Ρενζαίους. Τα κρατικά αποσπάσματα στρατού και χωροφυλακής με έδρα το Λούρο, άρχισαν να ψάχνουν τους ληστές σ’όλα τα χωριά της περιοχής Λούρου και Λάμαρης για δύο ημέρες. Ανακρίσεις και ξυλοδαρμοί συνέβησαν στο Λούρο, και στους 7.000 περίπου συγκεντρωμένους κατοίκους της περιοχής στον κτήριο του σχολείου.
Το 1969 παραδίδεται ο κάμπος με αγγειοβελτιωτικά έργα (χαμηλή ζώνη Λάμαρης), και ο φορέας διαχειριστής του είναι το Τ.Ο.Ε.Β. ΛΑΜΑΡΗΣ ενώ το 2001, μετά από τέσσερα χρόνια εργασιών, η ύδρευση του κάμπου της κάτω χαμηλής ζώνης Λάμαρης, με πίεση, και ταυτόχρονα γίνεται αναδασμός σ' αυτό το τμήμα του.
Κατά τις επίσημες απογραφές της Ελληνικής πολιτείας εμφανίζει:
1203 (το 1951)… 1537 (το 1971), 1744 (το 1981), 2152 (το 1991), 2078 (το 2001) και 1938 (το 2011) κατοίκους.
Είναι η έδρα της Δημοτικης Ενότητας Λούρου αποτελουμένη από τον Λούρο , τον Ν. Ωρωπο, Στεφάνη, Ν. Σφηνωτο, Κοτσανοπούλο, Βρυσούλα, Ρευματιά, Σκιαδά, Άνω Ράχης και Τρικάστρο.
Στο Λούρο υπάρχουν ελαιώνες, περιβόλια, ο κάμπος, μέρος του αρχαίου υδραγωγείου της Νικόπολης, ερείπια μικρού ελληνιστικού πύργου και το μοναδικό αισθητικό παραποτάμιο δάσος – χώρος αναψυχής του Αγίου Βαρνάβα με την εκκλησία του κτισμένη του 1149. Οι δε παραλίες του Ιονίου απέχουν μόλις 12χλμ.