Το σύνολο των δύσκολων λέξεων ή των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στο Λούρο και στις γύρω περιοχές...
Μπάκα = κοιλιά
Μπάκα = κοιλιά
Μπακακάκι = βάτραχος
Μπακανιάρκο = αδύνατος με μεγάλη
κοιλιά
κοιλιά
Μπακίρ(ι) = πεπόνι
Μπόλι = εμβόλιο δένδρων
Μπάντα κι άλλη = δεξιά και αριστερά
Μπανταλός = τσαπατσούλης
Μπαργάτς = το δοχείο που παίρνουν νερό από το πηγάδι
Μπατσούλσα = κουτούλησα
Μπασιάκοι = καλικάντζαροι
Μπιζέρσα = απηύδησα
Μπίτ, Μπίτσα = καθόλου, τέλειωσα
Πλαντάζω = φωνάζω δυνατά, σκάω από τα κλάματα
Μπλέτς = γυμνός, χωρίς ρούχα
Μπόκολο = το μικρό
Μπονόρα = ανατολή του ηλίου
Μπορμπόλια, Μπόρμπολοσαλιάρ = σαλιγκάρια
Μπούβλιακας = ο Λούρος ποταμός
Μπούζ = κρύο
Μπούζια = χείλια
Μπούλαρος = είδος φιδιού της περιοχής (ο τυφλίτης )
Μπούρλωσε = πρότεινε
Μπουσταρέλα = σαύρα
Μπουτσόν = μπουκάλι
Μπουχαρής = καμινάδα
Μσό = μισό
Μσοφέγγαρο = μισό φεγγάρι
Μχούστ = η εμποροπανήγυρη
Ντάλα μεσμέρ = καταμεσήμερο
Ντράβαλο = φασαρία
Ξαστόχσε = ξέχασε
Ξεζγάλσα, Γραντσούνσα = χάραξα, χάλασα
Ξεζορκαίβω, Ξεζορκαίψ, = ξεγυμνώνω, ξεγυμνώσου
Ξεκουμπίς = Φύγε απ’εδώ
Ξεματώχ = επίτηδες
Ξεμπλετσόθκα, Ξεμπλέτσουτο = ξεγυμνώθηκα, γυμνό
Ξίκ = φύγε, εξαφανίσου
Ξεκάλτσουτο = χωρίς κάλτσες
Ξαποσταίνω = ξεκουράζομαι
Ξεσφαϊς = φύγε από εδώ
Ξεσβερκιάσκα = έκοψα τον λαιμό, με πόνεσε ο λαιμός από την κούραση
Ξπόλτος = ξυπόλυτος
Οργιό, Ουργιό = ρίγος
Ουρθή = όρθια
Οχτρός = εχθρός
Παπάρα = ψωμί μουσκεμένο
Παρασάνταλο = πολύ τσαπατσούλης, κακοφτιαγμένος
Παρασκάλσα = έβγαλα το γοφό (πόδι)
Παρμάρα = τρέμολο
Παρτσακλός = πολύ άτσαλος
Πασαλίφτκα, πασαλμένο = γέμισα με …, εντελώς χάλια
Παστρικιά = η ελευθέρων ηθών (μεταφορικά)
Πατάκα = πατάτα
Πατούρα = χάλια
Πατσαλός = τσαπατσούλης, άτσαλος
Πίγκα = το μαλλί άλουστο, βρόμικο, γεμάτο σκόνη
Πλακίδα = μικρή κότα
Πλάρ = πουλάρι
Πλί = πουλί
Πλίχουρας = σκόνη
Πλοκός = είδος καλαμιού στο βάλτο του Λούρου ποταμού
Πνύκα = πνίγηκα
Ποδοβολή = καλπάζοντας
Πομπόθκα, με πούμπωσε = πνίγηκα, με έπνιξε
Πούντα = βαριά γρίπη
Πουρνό = πρωινό
Πού’στε = που είστε
Πούστς = πούστης
Πτάνα = πουτάνα
Πυροστιά = ο τρίποδας που τοποθετούμε στην φωτιά για βάση ψησίματος
Ρεχάτ = ξεκούραση
Ρόκα = καλαμπόκι, (το φυτό και ο καρπός του)
Σαρμανίτσα = κούνια μωρού
Σερκό = αρσενικό
Σιαλαφός = χαζός
Σιάνω = φτιάχνω, κατασκευάζω
Σιαπέρα = προς τα εκεί
Σιαφούρτο = σκουπίδι (ειρωνεία)
Σιέρπετο = ερπετό (ειρωνεία)
Σιουμπέκ(ι) = άνθρωπος με άσχημο παρουσιαστικό (τιποτένιος)
Σιουράω = σφυρίζω
Σιούρξε = (αυτός) τρελάθηκε
Σκαλτσούν = κάλτσα
Σκαλτσούνια = οι γυναικείες κάλτσες πάνω από το γόνατο
Σκάμνα, Σκαμνιά = μούρα, μουριά
Σκιά = συκιά
Σκλέντζα = παραδοσιακό παιχνίδι του χωριού μας
Σκλί = σκύλος
Σκλιτζούργια = πολύ αδύνατα πόδια
Σκλίκ = σκουλήκι, χάλια (μεταφορικά)
Σκόπ = παλούκι
Σκορδοκαϊλα = δεν με νοιάζει
Σκούζω = κλαίω
Σκρούμπος = στάχτη κυρίως από μαλλιά, ( έχω το στόμα σκρούμπο = ξερό)
Σκτί = ρούχο
Σλέν = σου λένε
Σμά = πολύ κοντά
Σνί = ταψί
Σοκάκι = στενός δρόμος
Σοκακιάρα = αυτή που γυρνά, από σπίτι σε σπίτι για κουτσομπολιό
Σοροβολιό = σέρνοντας
Σπλιγκιάσκα = στενοχωρήθηκα
Στλιάρ = το στευλιάρι, ο πολύ λεπτός
Στραβοκατίνσα = σκόνταψα
Στραβομουτσούνιασα = έκανα μορφασμό
Στρουμπλό = στρουμπουλό, χοντρό
Σουργούνι = γελοίος, περίγελος
Σπλίξ = σπλίξη
Σπρίδ = σπουργίτη
Σφρουτζούλατο = πέτα το δυνατά
Σων = φτάνει
Σώθκα = σώθηκα
Τ’αντρόκ = καλπάζοντας σαν άλογο
Ταμπιχτοκέφαλα = (έπεσα στο έδαφος) με το πρόσωπο στο χώμα
Τγάν = τηγάνι
Τζουρνάρα = νερό που χύνεται πολύ
Τήρα, Τράω = κοίτα, κοιτάζω
Τον ματάδες = τον ξανάδες
Τσάχαλο = πολύ μικρή πέτρα
Τσγάρες = τσιγάρα
Τσακίσκα = χτύπησα
Τσακστεί, Τσακίστκε = τσακιστεί, χτυπήσει, χτύπησε
Τσαρκαλεύω = ψάχνω επίμονα
Τσερλιό = κόψιμο, τον έπιασε κόψιμο
Τσεκλίσκα = σκίστηκε το ρούχο μου
Τσερτσόπ = χωμάτινο υψωματάκι, που κάθεται η μπίλια (βόλος), στο ομώνυμο παιχνίδι
Τσιάπαλα = (τον έπιασε στα πράσα)
Τσίπρο = τσίπουρο
Τσώπα = μην βγάζεις μιλιά, μην μιλάς
Φασούλια = τα φασόλια
Φουλτάκα, φουλτάκιασα = φουσκάλα, γέμισα φουσκάλες
Φούρος = ο φούρνος
Φουροκάλυβο = σκέπαστρο, καλύβα για τον φούρνο
Φσκάλα = φυσαλίδα
Χαλεύω = ζητώ, ψάχνω
Χαμπάρ = χαμπάρι, είδηση
χαρνέτο’ς = να σου πάρω το κακό, είσαι πολύ ωραίος
Χαψιά =μπουκιά
Χειμωνικό = καρπούζι
Χρήνα = λερώθηκα πολύ
Χσούζκος = χρουσούζικος
Ψχάλα = ψιχάλα
Ψχαλίζ = ψιχαλίζει
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΡΟ
ΚΩΝ/ΝΟΥ Θ. ΖΑΚΑ
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΡΟ
ΚΩΝ/ΝΟΥ Θ. ΖΑΚΑ