Λουριώτικο λεξιλόγιο (Μέρος Α΄)

Το σύνολο των δύσκολων λέξεων ή των τεχνικών όρων που χρησιμοποιούνται κατά κόρον στο Λούρο και στις γύρω περιοχές...







Αυγάτσα = μεγάλωσα

Αγγειό = μαγειρικό σκεύος

Αλάργα = μακριά

Αλσμόνσε = ξέχασε

Αλχτάω, Αλύχτσε = φωνάζω δυνατά, φώναξε δυνατά

Αμολάω, Αμόλσα, Ξαμολήθκα = αφήνω, άφησα, όρμηξα

Ανάποτα = ανάποδα

Ανέβκα = ανέβηκα

Απίστομα = ανάποδα

Απόγιομα = απόγευμα

Απόγονο = σημείο προφυλαγμένο από τον αέρα

Απολιώρα = πριν από πολύ ώρα

Απόλκα = άφησα

Απόπερα = απέναντι

Απόχη = εργαλείο ψαρέματος της περιοχής

Αράδα = με την σειρά

Αφύσκος, Αφύσκια = Αφύσικος, άσχημος, άσχημη

Αχαμνά = γεννητικά όργανα

Αχεριώνα = καλύβα από άχυρο

Βαγγελσμού = του Ευαγγελισμού (25 Μάρτη)

Βλιόρα = πρόστυχη

Βάραγκας = το μέρος, που στο ξηροπόταμο μένουν νερά

Βασίλιμα-ηλιού = ηλιοβασίλεμα

Βάτο = βατομουριά, Βατσινιά,

βάτα = πολλές βατομουριές

Βατσίνα = εμβόλιο

Γατσούλ, Γατσλάκ = γατάκι, μικρό γατάκι

Γατσούμπρα = βατόμουρα, ο καρπός της βατομουριάς

Γκαβός = τυφλός

Γκαβώθηκα, με γκάβωσε = τυφλώθηκα, με τύφλωσε

Γκαστρωμέν = έγκυος

Γκλιτσνάρια = τα λεπτά κάτω άκρα του σώματος

Γκλίστκε = Κυλίστηκε

Γκιορέω, Γκιορέβς = γυρνάω, περπατώ

Γκοθρίν = η γωνία από το ψωμί

Γκόρτσο = αχλάδι, (συνήθως το άγριο)

Γομάρ = γάιδαρος

Γούπατο = βαθούλωμα

Γρούν, γρουνόπλο = γουρούνι, μικρό γουρούνι (γουρουνάκι)

Γρούνα = γουρούνι θηλυκό, παιχνίδι του χωριού

Δάχτλο = δάχτυλο

Δειλνό = δειλινό

Έρεψε = έλιωσε

Ζαβός = δύστροπος

Ζαλιάρκου = τρελαμένο

Ζαλίγκι = φόρτωμα, συνήθως ξύλων, στην πλάτη αγρότισσας

Ζαλοκονσμένο = τον κούνησε η ζάλη (τρέλα),τρελό πάρα πολύ

Ζαλταραμένο = τρελό

Ζγατζούρκο = ιδιότροπος

Ζιάμπα = μεγάλο βατράχι

Ζιαπλιάσκα, Ζιάπλιασε = έλιωσα, τον έλιωσε

Ζαπώνω = αρπάζω

Ζιάπα = έλιωσε

Ζόρκος, Ζόρκια = γυμνός, γυμνή

Ζούπσε = πάτησε

Ζουνάρ = ζωνάρι, μέτρο σύγκρισης

Θελί = κομμάτι (πίτας)

Θέρμη = ζέστη, πυρετός

Θημουνιά = σωρός από ξύλα

Καργυά = καρυδιά

Καρίπ = απόβρασμα

Καστραβέτσι = αγγούρι άγουρο

Καταή = κάτω στο έδαφος

Κατέλωσε = βρόμισε

Κατράω = κατουράω

Κάυκαλο = κρανίο (κεφάλι)

Κλιά = κοιλιά

Κλιάστρα = το πρώτο γάλα από ζώο που μόλις γέννησε

Κλούρ = κουλούρι

Κνίς = κουνήσου

Κνήγ = κυνήγι

Κουλοφουτιές = πυγολαμπίδες

Κομοντόρ = ντομάτα

Κοντεύω = φτάνω στον προορισμό μου, είμαι κοντά στον προορισμό μου, τελειώνω κάτι

Κορατσίδ = πεπόνι άγουρο

Κουσεύω = τρέχω

Κοτρών(ι) = η μεγάλη πέτρα

Κουκούτσα, Κουκούτσες = αγκινάρα, αγκινάρες

Κούμπλο, Κουμπλιά = κορόμηλο, (ωραίο=μεταφορ.) κορομηλιά

Κουρκουσούσω = κουτσομπόλα

Κούρνα = κοτέτσι, σπίτι (μεταφορικά)

Κουρνιάζω = μαζεύομαι στο σπίτι μου (-πάω για κούρνα)

Κουρουμπάτσα = κουρεμένος πάρα πολύ με την ψηλή μηχανή

Κούτελο = μέτωπο

Κουτοφόλω =σαν η κότα που κλωσάει, δεν κάνει καμία δουλειά

Κούτσικο = πολύ μικρό

Κουτσλιές = κουτσουλιές, περιττώματα πουλιών

Κούτσουρο = ξύλο

Κούτω = πολύ χαζή

Κριάς = κρέας

Κρεμαντσλίθκα = κρεμάστηκα

Κρένω = μιλώ, φωνάζω

Κρίς = ομιλία

Κρούνα = κουρούνα

Κρούπα = πολύ χάλια

Κτάβ, Κταβάκι = κουτάβι, νεογέννητος σκύλος

Κτάλα = κουτάλα

Κτάω, τηράω = κοιτάζω

Κτούφω = χαζή

Κουτσουμπολιό = κουτσομπολιό

Κφάλα = κουφάλα δένδρου, πόρνη (μεταφορικά)

Λάλησε = αυτός τρελάθηκε

Λάου-λάου = αργά-αργά

Λαπασάρσε = σταμάτα, μην βγάζεις μιλιά

Λθάρ, Στούμπος, κοτρόνι = λίθος, πέτρα

Λόγγος = δάσος

Λόμπα = γούρνα

Λουτιάρα = άλουστη, απεριποίητη

Λσιά = η πόρτα σε περίφραξη

Μακελέυτκα = κατασφάχτηκα

Μάνα καλή = η νονά

Μανάρ = μικρό αρνί

Μασιά = εργαλείο για σκάλισμα της φωτιάς στο τζάκι

Ματαδώ, Ματάϊδα = ξαναδώ, ξαναείδα

Ματακαλιόρα = ευχαριστήθηκε, ευχαρίστηση

Ματάλα = ματαέλα (έλα μετά)

Μάτια = καμάρι

Μάτια’μ = καμάρι μου

Ματιάσκα = ματιάστηκα

Ματσλάω, Ματσούλσε = μασουλάω, μασούλησε

Μελίκοκα, Μελικοκιά = άγρια κορόμηλα, η κορομηλιά

Μεσάλι =τραπεζομάντιλο

Μλάρ = μουλάρι

Μολόϊμα = βούκινο, να το διαλαλείς

Μόμολο = μικρό (ειρωνεία)

Μούτηλη = νερό με λάσπη, βρομόνερο

Μουτσούνα = το πρόσωπο

Μπάζο, Μπασμένο = άχρηστος

Μπαϊλσα, Μπαϊλσιά = ζαλίστηκα, ζαλάδα

Συνεχίζετε...




ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΡΟ

 ΚΩΝ/ΝΟΥ Θ. ΖΑΚΑ