Αυγάτσα = μεγάλωσα
Αγγειό = μαγειρικό σκεύος
Αλάργα = μακριά
Αλσμόνσε = ξέχασε
Αλχτάω, Αλύχτσε = φωνάζω δυνατά, φώναξε δυνατά
Αμολάω, Αμόλσα, Ξαμολήθκα = αφήνω, άφησα, όρμηξα
Ανάποτα = ανάποδα
Ανέβκα = ανέβηκα
Απίστομα = ανάποδα
Απόγιομα = απόγευμα
Απόγονο = σημείο προφυλαγμένο από τον αέρα
Απολιώρα = πριν από πολύ ώρα
Απόλκα = άφησα
Απόπερα = απέναντι
Απόχη = εργαλείο ψαρέματος της περιοχής
Αράδα = με την σειρά
Αφύσκος, Αφύσκια = Αφύσικος, άσχημος, άσχημη
Αχαμνά = γεννητικά όργανα
Αχεριώνα = καλύβα από άχυρο
Βαγγελσμού = του Ευαγγελισμού (25 Μάρτη)
Βλιόρα = πρόστυχη
Βάραγκας = το μέρος, που στο ξηροπόταμο μένουν νερά
Βασίλιμα-ηλιού = ηλιοβασίλεμα
Βάτο = βατομουριά, Βατσινιά,
βάτα = πολλές βατομουριές
Βατσίνα = εμβόλιο
Γατσούλ, Γατσλάκ = γατάκι, μικρό γατάκι
Γατσούμπρα = βατόμουρα, ο καρπός της βατομουριάς
Γκαβός = τυφλός
Γκαβώθηκα, με γκάβωσε = τυφλώθηκα, με τύφλωσε
Γκαστρωμέν = έγκυος
Γκλιτσνάρια = τα λεπτά κάτω άκρα του σώματος
Γκλίστκε = Κυλίστηκε
Γκιορέω, Γκιορέβς = γυρνάω, περπατώ
Γκοθρίν = η γωνία από το ψωμί
Γκόρτσο = αχλάδι, (συνήθως το άγριο)
Γομάρ = γάιδαρος
Γούπατο = βαθούλωμα
Γρούν, γρουνόπλο = γουρούνι, μικρό γουρούνι (γουρουνάκι)
Γρούνα = γουρούνι θηλυκό, παιχνίδι του χωριού
Δάχτλο = δάχτυλο
Δειλνό = δειλινό
Έρεψε = έλιωσε
Ζαβός = δύστροπος
Ζαλιάρκου = τρελαμένο
Ζαλίγκι = φόρτωμα, συνήθως ξύλων, στην πλάτη αγρότισσας
Ζαλοκονσμένο = τον κούνησε η ζάλη (τρέλα),τρελό πάρα πολύ
Ζαλταραμένο = τρελό
Ζγατζούρκο = ιδιότροπος
Ζιάμπα = μεγάλο βατράχι
Ζιαπλιάσκα, Ζιάπλιασε = έλιωσα, τον έλιωσε
Ζαπώνω = αρπάζω
Ζιάπα = έλιωσε
Ζόρκος, Ζόρκια = γυμνός, γυμνή
Ζούπσε = πάτησε
Ζουνάρ = ζωνάρι, μέτρο σύγκρισης
Θελί = κομμάτι (πίτας)
Θέρμη = ζέστη, πυρετός
Θημουνιά = σωρός από ξύλα
Καργυά = καρυδιά
Καρίπ = απόβρασμα
Καστραβέτσι = αγγούρι άγουρο
Καταή = κάτω στο έδαφος
Κατέλωσε = βρόμισε
Κατράω = κατουράω
Κάυκαλο = κρανίο (κεφάλι)
Κλιά = κοιλιά
Κλιάστρα = το πρώτο γάλα από ζώο που μόλις γέννησε
Κλούρ = κουλούρι
Κνίς = κουνήσου
Κνήγ = κυνήγι
Κουλοφουτιές = πυγολαμπίδες
Κομοντόρ = ντομάτα
Κοντεύω = φτάνω στον προορισμό μου, είμαι κοντά στον προορισμό μου, τελειώνω κάτι
Κορατσίδ = πεπόνι άγουρο
Κουσεύω = τρέχω
Κοτρών(ι) = η μεγάλη πέτρα
Κουκούτσα, Κουκούτσες = αγκινάρα, αγκινάρες
Κούμπλο, Κουμπλιά = κορόμηλο, (ωραίο=μεταφορ.) κορομηλιά
Κουρκουσούσω = κουτσομπόλα
Κούρνα = κοτέτσι, σπίτι (μεταφορικά)
Κουρνιάζω = μαζεύομαι στο σπίτι μου (-πάω για κούρνα)
Κουρουμπάτσα = κουρεμένος πάρα πολύ με την ψηλή μηχανή
Κούτελο = μέτωπο
Κουτοφόλω =σαν η κότα που κλωσάει, δεν κάνει καμία δουλειά
Κούτσικο = πολύ μικρό
Κουτσλιές = κουτσουλιές, περιττώματα πουλιών
Κούτσουρο = ξύλο
Κούτω = πολύ χαζή
Κριάς = κρέας
Κρεμαντσλίθκα = κρεμάστηκα
Κρένω = μιλώ, φωνάζω
Κρίς = ομιλία
Κρούνα = κουρούνα
Κρούπα = πολύ χάλια
Κτάβ, Κταβάκι = κουτάβι, νεογέννητος σκύλος
Κτάλα = κουτάλα
Κτάω, τηράω = κοιτάζω
Κτούφω = χαζή
Κουτσουμπολιό = κουτσομπολιό
Κφάλα = κουφάλα δένδρου, πόρνη (μεταφορικά)
Λάλησε = αυτός τρελάθηκε
Λάου-λάου = αργά-αργά
Λαπασάρσε = σταμάτα, μην βγάζεις μιλιά
Λθάρ, Στούμπος, κοτρόνι = λίθος, πέτρα
Λόγγος = δάσος
Λόμπα = γούρνα
Λουτιάρα = άλουστη, απεριποίητη
Λσιά = η πόρτα σε περίφραξη
Μακελέυτκα = κατασφάχτηκα
Μάνα καλή = η νονά
Μανάρ = μικρό αρνί
Μασιά = εργαλείο για σκάλισμα της φωτιάς στο τζάκι
Ματαδώ, Ματάϊδα = ξαναδώ, ξαναείδα
Ματακαλιόρα = ευχαριστήθηκε, ευχαρίστηση
Ματάλα = ματαέλα (έλα μετά)
Μάτια = καμάρι
Μάτια’μ = καμάρι μου
Ματιάσκα = ματιάστηκα
Ματσλάω, Ματσούλσε = μασουλάω, μασούλησε
Μελίκοκα, Μελικοκιά = άγρια κορόμηλα, η κορομηλιά
Μεσάλι =τραπεζομάντιλο
Μλάρ = μουλάρι
Μολόϊμα = βούκινο, να το διαλαλείς
Μόμολο = μικρό (ειρωνεία)
Μούτηλη = νερό με λάσπη, βρομόνερο
Μουτσούνα = το πρόσωπο
Μπάζο, Μπασμένο = άχρηστος
Μπαϊλσα, Μπαϊλσιά = ζαλίστηκα, ζαλάδα
Συνεχίζετε...
ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ-ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΜΝΗΜΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΥΡΟ
ΚΩΝ/ΝΟΥ Θ. ΖΑΚΑ