«Ένιωσα στο πετσί μου το ρατσισμό από συναδέλφους μου λόγω του κομμένου χεριού μου. Πολλοί έλεγαν "τον κουλό θα πάρουμε;". Εγώ απτόητος έκανα τη δουλειά μου σαν να μην τους άκουγα. Η καρδιά μου όμως πονούσε!»...
Ο λόγος για τον Σπύρο Ζαγοραίο, που μιλάει για πρώτη φορά στην εφημερίδα «News», για την πραγματικά συγκλονιστική ιστορία με το χάσιμο του χεριού του, την αρρώστια του και τον χαμό του παιδού του.
«Ξέρεις, είναι το σήμα κατατεθέν του Αιγάλεω το«Εντελαμαγκέν» . Και ποιοι δεν πέρασαν από δω για να με δουν να τραγουδάω. Ακόμα και σήμερα, όταν καμιά φορά με βγάζουν έξω με το καροτσάκι, ο κόσμος πέφτει πάνω μου. Με φιλάει, με αγκαλιάζει, κλαίει με την πάρτη μου», λέει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. «Πλέον κλαίω με το παραμικρό. Με πιάνει το παράπονο. Εγώ που κάποτε "έκαιγα" τις πίστες, σήμερα να βρίσκομαι συνεχώς σε έναν καναπέ. Είναι μεγάλη η θλίψη μου»...
Και δεν δίστασε να πει: «Εγώ έχω μια ασθένεια η οποία με ταλαιπωρεί και η οποία λέγεται Πάρκινσον. Παράλληλα έχω και ιλίγγους. Αυτά τα δύο με έχουν καθηλώσει στο σπίτι. Και δεν μπορώ να μιλήσω με ευκολία για τα περασμένα. Με πιάνουν τα κλάματα. Συγχώρεσέ με αν σε ταλαιπωρήσω, αλλά δεν είναι δική μου ευθύνη αυτό που παθαίνω.»
Ο Σπύρος Ζαγοραίος αναφέρθηκε και στο γιο που έχασε από καρκίνο: «Πάει και το παιδάκι μου. Έφυγε κι αυτός από καρκίνο. Σε ηλικία 49 ετών. Τώρα απέκτησα το δισέγγονο και μου δίνει ζωή αυτό.» Και πρόσθεσε: «Μετά από αυτό κατέπεσα. Πόνος, θλίψη και τίποτε άλλο. Αλλά τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή.»
Όσο για το κομμένο χέρι του εξομολογείται: «Η ιστορία του χεριού είναι μεγάλη και πικρή για μένα. Τότε, μέσα στον πόλεμο, πηγαίναμε στην περιοχή Κοντοπήγαδο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και μαζεύαμε χόρτα. Καθώς μάζευα, λοιπόν, βρήκα μέσα στα χόρτα ένα κουτάκι με ένα καρφί από πάνω. Το κουτάκι αυτό, λοιπόν, το πήρα στο σπίτι. Επειδή οι γονείς μάς είχαν φοβίσει με διάφορα, το έκρυψα μέσα στα χόρτα και το έβαλα μέσα στο δωματιάκι μου. Όταν έφυγε ο πατέρας και η μάνα μου, πήρα το σκεπάρνι και αρχίζω και το χτυπάω. Σε μια στιγμή ήρθαν οι τοίχοι κάτω. Δεν έμεινε τίποτα από το σπίτι. Το κουτάκι αυτό ήταν χειροβομβίδα. Το χειρότερο απ' όλα, όμως, ήταν ότι όσοι Έλληνες κι αν πέρασαν από τη Λεωφόρο, κανένας δεν σταμάτησε για να δει το 13χρονο παιδάκι που τα αίματα από το σώμα του έτρεχαν ποτάμι. Κανένας!
Τότε ήρθε ένας χωριάτης της περιοχής και λέει της μάνας μου: "Κυρα-Φώτω, πρέπει το παιδί να το πάτε σε νοσοκομείο, θα σας πεθάνει". Είχα χάσει πολύ αίμα. Τότε η μάνα μου, σαν τρελή στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου και άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας να σταματήσει κάποιο από τα αυτοκίνητα. Κανένας Έλληνας δεν σταμάτησε! Ξέρεις ποιοι με έσωσαν; Δύο Γερμανοί γιατροί οι οποίοι σταμάτησαν με το αυτοκίνητό τους και με πήγαν στο Γενικό Κρατικό. Αν δεν ήταν αυτοί, θα είχα πεθάνει. Είχα σε όλο μου το σώμα τραύματα. Ακόμα και σήμερα έχω θραύσματα στα μάτια μου».
Ο λόγος για τον Σπύρο Ζαγοραίο, που μιλάει για πρώτη φορά στην εφημερίδα «News», για την πραγματικά συγκλονιστική ιστορία με το χάσιμο του χεριού του, την αρρώστια του και τον χαμό του παιδού του.
«Ξέρεις, είναι το σήμα κατατεθέν του Αιγάλεω το«Εντελαμαγκέν» . Και ποιοι δεν πέρασαν από δω για να με δουν να τραγουδάω. Ακόμα και σήμερα, όταν καμιά φορά με βγάζουν έξω με το καροτσάκι, ο κόσμος πέφτει πάνω μου. Με φιλάει, με αγκαλιάζει, κλαίει με την πάρτη μου», λέει και τα μάτια του γεμίζουν δάκρυα. «Πλέον κλαίω με το παραμικρό. Με πιάνει το παράπονο. Εγώ που κάποτε "έκαιγα" τις πίστες, σήμερα να βρίσκομαι συνεχώς σε έναν καναπέ. Είναι μεγάλη η θλίψη μου»...
Και δεν δίστασε να πει: «Εγώ έχω μια ασθένεια η οποία με ταλαιπωρεί και η οποία λέγεται Πάρκινσον. Παράλληλα έχω και ιλίγγους. Αυτά τα δύο με έχουν καθηλώσει στο σπίτι. Και δεν μπορώ να μιλήσω με ευκολία για τα περασμένα. Με πιάνουν τα κλάματα. Συγχώρεσέ με αν σε ταλαιπωρήσω, αλλά δεν είναι δική μου ευθύνη αυτό που παθαίνω.»
Ο Σπύρος Ζαγοραίος αναφέρθηκε και στο γιο που έχασε από καρκίνο: «Πάει και το παιδάκι μου. Έφυγε κι αυτός από καρκίνο. Σε ηλικία 49 ετών. Τώρα απέκτησα το δισέγγονο και μου δίνει ζωή αυτό.» Και πρόσθεσε: «Μετά από αυτό κατέπεσα. Πόνος, θλίψη και τίποτε άλλο. Αλλά τι να κάνουμε έτσι είναι η ζωή.»
Όσο για το κομμένο χέρι του εξομολογείται: «Η ιστορία του χεριού είναι μεγάλη και πικρή για μένα. Τότε, μέσα στον πόλεμο, πηγαίναμε στην περιοχή Κοντοπήγαδο στη Λεωφόρο Βουλιαγμένης και μαζεύαμε χόρτα. Καθώς μάζευα, λοιπόν, βρήκα μέσα στα χόρτα ένα κουτάκι με ένα καρφί από πάνω. Το κουτάκι αυτό, λοιπόν, το πήρα στο σπίτι. Επειδή οι γονείς μάς είχαν φοβίσει με διάφορα, το έκρυψα μέσα στα χόρτα και το έβαλα μέσα στο δωματιάκι μου. Όταν έφυγε ο πατέρας και η μάνα μου, πήρα το σκεπάρνι και αρχίζω και το χτυπάω. Σε μια στιγμή ήρθαν οι τοίχοι κάτω. Δεν έμεινε τίποτα από το σπίτι. Το κουτάκι αυτό ήταν χειροβομβίδα. Το χειρότερο απ' όλα, όμως, ήταν ότι όσοι Έλληνες κι αν πέρασαν από τη Λεωφόρο, κανένας δεν σταμάτησε για να δει το 13χρονο παιδάκι που τα αίματα από το σώμα του έτρεχαν ποτάμι. Κανένας!
Τότε ήρθε ένας χωριάτης της περιοχής και λέει της μάνας μου: "Κυρα-Φώτω, πρέπει το παιδί να το πάτε σε νοσοκομείο, θα σας πεθάνει". Είχα χάσει πολύ αίμα. Τότε η μάνα μου, σαν τρελή στάθηκε στη μέση της Λεωφόρου και άρχισε να φωνάζει κλαίγοντας να σταματήσει κάποιο από τα αυτοκίνητα. Κανένας Έλληνας δεν σταμάτησε! Ξέρεις ποιοι με έσωσαν; Δύο Γερμανοί γιατροί οι οποίοι σταμάτησαν με το αυτοκίνητό τους και με πήγαν στο Γενικό Κρατικό. Αν δεν ήταν αυτοί, θα είχα πεθάνει. Είχα σε όλο μου το σώμα τραύματα. Ακόμα και σήμερα έχω θραύσματα στα μάτια μου».